Το ταξίδι του Νίκου Δεληβοριά στην Ιθάκη είχε κάτι μυθικό
Ο πρωτοεμφανιζόμενος στα ελληνικά γράμματα Νίκος Δεληβοριάς μάς επιφυλάσσει μια διαφορετική ξενάγηση στη μαγευτική Ιθάκη, περασμένη από το δημιουργικό και συγκινησιακό του πρίσμα. Με οδηγό τον έρωτα και τη μυθολογία, το κουβάρι αυτού του ταξιδιού ξεδιπλώνεται βελούδινα και μυσταγωγικά.
Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 76 ή του 77, δεν θυμάμαι πια. Φύγαμε από Αθήνα για Πάτρα οδικώς και από εκεί πήραμε το πλοίο για την Ιθάκη. Ήμασταν παρέα, αλλά δεν θυμάμαι ποιοι ήταν οι άλλοι. Θυμάμαι μόνο εκείνη. Την αγαπημένη μου. Ήμασταν και οι δύο πολύ νέοι. 22-23 ετών, ωραίοι, ερωτευμένοι, και επιτέλους μαζί, αφού εγώ εκείνη την εποχή ήμουν ακόμη στο Βερολίνο. Κριός εγώ κι εκείνη Λέων «κι όλοι λέγαν στην παρέα, ο ωραίος κι η ωραία». Τρελός έρωτας δηλαδή.
Σε όλο το ταξίδι απαγγέλαμε το ποίημα του Καβάφη, «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη» και φανταζόμασταν Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες να μας περιμένουν σε κάθε γωνία. Μιλούσαμε για τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη και για το υφαντό της Πηνελόπης και για τους μνηστήρες και γελούσαμε.
Επιτέλους κάποια στιγμή φτάσαμε στην Ιθάκη. Το ταξίδι ήταν μακρύ, αλλά τι μας ένοιαζε, αφού ήμασταν μαζί; Μόλις κατεβήκαμε από το πλοίο, μάς προϋπάντησαν κυρίως γυναίκες που νοίκιαζαν δωμάτια. Προτιμήσαμε μια κοντούλα, αδύνατη και θα μπορούσες να πεις ασχημούλα γυναίκα, περίπου σαράντα ετών, η οποία μας οδήγησε στο σπίτι της και μας πρόσφερε το σαλόνι της για ενδιαίτημα. Το σπίτι ήταν ψηλά και από την αυλή του έβλεπες πιάτο όλο το λιμάνι. Υπέροχο.
Και μετά συναντήσαμε τον άντρα της. Ένας παίδαρος, ψηλός, όμορφος, το εντελώς αντίθετο από εκείνη. Όταν αλλάξαμε και βγήκαμε βόλτα για να δούμε την πόλη και για να φάμε, κάναμε άπειρα αστεία για το ζευγάρι και λέγαμε πως δεν είναι δυνατόν ένας τέτοιος Οδυσσέας να γύριζε δέκα χρόνια για να επιστρέψει σ’ αυτή την Πηνελόπη.
ΟΙ διακοπές μάς παρέσυραν. Γυρίσαμε όλο το νησί με ένα παμπάλαιο λεωφορείο που σου έκανε το στομάχι κόμπο, αλλά ποιος νοιαζόταν; Εμείς είχαμε το μυαλό μας ο ένας στον άλλο και στη θάλασσα και στα ταβερνάκια και στον έρωτά μας.
Και τότε, ένα βράδυ, ο Οδυσσέας μού αφηγήθηκε την ιστορία του. Δεν ήταν ντόπιος. Η καταγωγή του ήταν από την Ήπειρο ή τη Μακεδονία, δεν θυμάμαι πια. Θυμάμαι μόνο ότι κρεμόμουν από τα χείλη του, όσο μιλούσε. Ήταν λέει παιδί, αρκετά μεγάλο, όταν έμαθε από τα άλλα παιδιά της γειτονιάς ότι η μητέρα του είχε πεθάνει κι αυτή που νόμιζε για μάνα, ήταν η μητριά του. Ο κόσμος του τότε κατέρρευσε, πιθανότατα από τη βιαιότητα της αποκάλυψης. Κουβάλησε μαζί του το φορτίο μέχρι που πήγε φαντάρος και βρέθηκε στην Ιθάκη. Κι εκεί συνάντησε μια κοπέλα, ορφανή από πατέρα, φτωχή, που ζούσε με τη μάνα της σ΄ ένα καλύβι. Και την παντρεύτηκε. Κι έκαναν δυο παιδιά που έμοιαζαν στον πατέρα τους, ψηλά και εύρωστα και όμορφα. Κι έμοιαζε σαν αυτός ο άντρας να είχε βρει την Πηνελόπη του μετά από μεγάλο ταξίδι. Κι εκείνη να είχε βρει τον Οδυσσέα της.
Τους συνάντησα πάλι χρόνια αργότερα. Και η Πηνελόπη μου διηγήθηκε πως ο Οδυσσέας της είχε αρρωστήσει και τον είχαν πάει σε νοσοκομείο στην Πάτρα. «Μα εγώ, κύριε Νίκο μου, πήγα και τον πήρα και τον έφερα εδώ και αμέσως ζωντάνεψε. Όχι θα άφηνα εγώ τον άνθρωπό μου να σαπίσει στα νοσοκομεία τους».
Έφυγα από την Ιθάκη με την καρδιά γεμάτη, αν και πονεμένη. Εγώ, εμείς είχαμε χωρίσει. Ο ωραίος κι η ωραία τα είχαν κάνει σκατά. Λες κι οι Σειρήνες μας είχαν τελικά παραπλανήσει. Λες κι είχαμε φάει χιλιάδες λωτούς κι είχαμε μείνει για πάντα θύματα της πρόσκαιρης ηδονής.
Η Πηνελόπη όμως, η άσχημη και κοντή γυναίκα, είχε σώσει τον Οδυσσέα της από όλους τους κινδύνους. Τον είχε πάρει μαζί της, στο σπίτι τους κι είχε αποθέσει την καρδιά της κερί και τάμα στους αγίους γι’ αυτόν. Κι είχε νικήσει.
Κι εμένα μου ήρθε στα χείλη το τραγούδι: «να μ’ αγαπάς, όσο μπορείς να μ’ αγαπάς…»