Το karvoonaki στην Κοπεγχάγη και η αναζήτηση του “hygge”
Ο Αναστάσης Καρβούνης -aka karvoonaki στο youtube- όταν δεν κρατάει κάμερα ή βαλίτσα, ζει στην Κοπεγχάγη και προσπαθεί να καταλάβει γιατί οι Δανοί αγαπούν τη Γλυκόριζα, πώς διαβάζεται το ø και τι σημαίνει “hygge”.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας και γεγονότα που θυμόμαστε με κάθε λεπτομέρεια, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θυμόμαστε πού ήμασταν, με ποιους ήμασταν, τι φοράγαμε και τι λέγαμε με κάθε λεπτομέρεια, λες και κάποιος γύρισε πίσω την ταινία της ζωής μας και πάτησε ξανά play.
Μύκονος, καυτό μεσημέρι Ιουλίου, σε μια πισίνα που είχαμε τρυπώσει με την κολλητή μου, για να πάρουμε δύο ανάσες λίγο πριν συνεχίσουμε την δουλειά μας - εξυπηρέτηση πελατών εγώ, ρεπορτάζ εκείνη. Τα καλά νέα προξένησαν έναν χαμό από φωνές, γέλια, όνειρα που μοιράστηκαν και αυτά φωναχτά ανάμεσα στις βουτιές, όλα προς ταραχή των λουόμενων που μάλλον δε συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό μας.
Τι επόμενες μέρες, αδυνατώ να τις θυμηθώ με τόση διαύγεια, αλλά σίγουρα είχαν λιγότερο ενθουσιασμό και περισσότερο φόβο. Είναι περίεργο να συνειδητοποιείς ότι μια πόλη που μέχρι στιγμής σου ήταν παντελώς άγνωστη, σύντομα θα είναι το νέο σου σπίτι, η νέα σου καθημερινότητα. Δεν ήξερα τίποτα για την Κοπεγχάγη και την Σκανδιναβία. Ή μάλλον σχεδόν τίποτα. Ήξερα ότι είναι η πατρίδα των Legο που έπαιζα με τις ώρες μικρός και η χώρα του Νιλς Χόλγκερσον που πετούσε παρέα με τις αγριόπαπιες στο αγαπημένο μου παραμύθι. Επίσης, θυμάμαι μια κάρτα με τη μικρή γοργόνα του Άντερσεν κάπου στο καθιστικό, μάλλον από κάποιο συνέδριο του πατέρα την δεκαετία του ‘80, πολύ πριν γεννηθώ. Βέβαια,μπορεί για εσένα αυτές οι πληροφορίες να φαίνονται υπέρ-αρκετές, αλλά στα μάτια μου, η Σκανδιναβία παρέμενε μια σκοτεινή, αχαρτογράφητη περιοχή.
Αν έγραφα ημερολόγιο εκείνες τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής μου και δεν το έκανα τώρα, τόσο εκπρόθεσμα μαζί σου, σίγουρα θα ανέφερα πόση εντύπωση μου κάναν οι τρύπιες δανέζικες κορώνες, η ακρίβεια των πάντων γύρω μου, ο αριθμός των ποδηλάτων, καθώς και η ηρεμία που μου έβγαζε η Κοπεγχάγη. Ήδη από εκείνες τις πρώτες μέρες, συνέβη να διαβάζω άρθρα και να ακούω συνεχώς γύρω μου ότι βρίσκομαι στη χώρα όπου ζουν “οι πιο χαρούμενοι άνθρωποι στον κόσμο”. Ναι, οκ, η αλήθεια είναι ότι, ειδικά στην αρχή, που έψαχνα μετα μανίας να βρω μια τρύπα να νοικιάσω, ένα δωματιάκι των 600 ευρώ, χαρούμενος δεν ένιωθα. Καθόλου. Όμως όσο πέρναγαν οι μέρες και εγκληματιζόμουν στο σκανδιναβικό lifestyle, καταλάβαινα ότι το δοξασμένο “Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου” της Μαρινέλλας δεν είναι ο μοναδικός ορισμός της ευτυχίας.
Ευτυχία και χαρά νιώθεις όταν ξέρεις ότι αν θες να δουλέψεις θα βρεις μια δουλειά.Επίσης, όταν οι φοιτητές παίρνουν επιδόματα για να βγάζουν μόνοι τους τις σχολές τους και οι οικογένειες για να ζουν σωστά τα παιδιά τους.. Cheesy? Μπορεί. Όμως, στη Δανία παρά την ακρίβεια και την αυστηρή φορολόγηση, υπάρχει πίστη στην πολιτεία και αυτό μάλλον κάτι υποδεικνύει.
Παρ’ όλα αυτά, και επειδή εδώ είναι το FollowGeorge και όχι το Forbes και επίσης το karvoonaki και όχι κάποιος οικονομικός αναλυτής των ειδήσεων των 8, θα ήθελα να μιλήσω για μια άλλη σημαντική διάσταση της ευτυχίας των Δανών που ανακάλυψα και βιώνω τα δύο χρόνια που μένω εκεί. Το λένε “hygge”, προφέρεται χούγκα και αν έπρεπε να το μεταφράσουμε με μια λέξη, ή θα επιλέγαμε τη “θαλπωρή”, τη “ζεστασιά” ή άλλα τέτοια συνώνυμα. Έχω και ένα σχετικό βίντεο στο κανάλι μου, αν θες, ρίξε μια ματιά.
Μια βόλτα στο Tivoli, ένας ζεστός καφέ στο κανάλι του Nyhav με τα πολύχρωμα σπιτάκια, τα χρώματα από τις vintage neon επιγραφές στις λίμνες του Norebro, η μυρωδιά από τα ζεστά cardamom buns του Juno και η γεύση από το ζεστό προζυμένιο μαύρο ψωμί στους παλιούς φούρνους της πόλης θα μπορούσαν ίσως να δώσουν τον δικό μου ορισμό του “hygge”.
To hygge το φτιάχνουν και οι άνθρωποι, είναι οι στιγμές γύρω από ένα εορταστικό τραπέζι, το άνοιγμα ενός δώρου, ένα πρόχειρο καραόκε πάρτι μεταξύ φίλων, ένα παραμύθι δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Τα δανέζικα σπίτια δεν είναι τόσο μίνιμαλ όσο τα φαντάζεσαι. Μπορεί να μην έχουν κουρτίνες, αλλά είναι γεμάτα από φυτά, λάμπες, κεράκια και βαριές κουβέρτες που σε προσκαλούν να κάνεις το cocooning που τώρα μάθαμε και στην Ελλάδα.
Δεν είναι και καμιά μητρόπολη η Κοπεγχάγη. Η Αθήνα μας είναι 5 φορές μεγαλύτερη ( και πιο πολύβουη). Όμως, δεν θα ήθελα να κάνω κάποια σύγκριση των δύο πόλεων, γιατί πραγματικά μου είναι δύσκολο, τις θεωρώ και τις 2 σπίτι μου, και ας έχω ζήσει μόλις 2 χρόνια στον Βορρά. Μπορώ όμως έτσι, σαν γενική εικόνα, να πω ότι η Κοπεγχάγη, αν και δεν έχει κάτι τόσο ξεχωριστό, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο αξιοθέατο τόσο σημαντικό που να προσελκύει τουριστικά πούλμαν, αλλά διαθέτει τόση ομορφιά απ’ άκρη σ’ άκρη που κερδίζει τον επισκέπτη. Θυμάμαι έναν φίλο μου Παριζιάνο να λέει τα ίδια για το Παρίσι και να καταλήγει ότι “η ασχήμια σε κουράζει, την ομορφιά όμως δεν τη βαριέσαι”.
Και δεν είναι μόνο η ομορφιά. Είναι αυτή η ηρεμία, αυτή η ασφάλεια που νιώθεις: οι δρόμοι που είναι φαρδείς αλλά όχι χαοτικοί, οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν με κόκκινο τουβλάκι στα ανθρώπινα μέτρα, τα κανάλια που ξεπηδούν από παντού και σε φέρνουν σε επαφή με το νερό. Είναι η ελευθερία που νιώθεις στην Κριστιάνια, τα δανέζικα Εξάρχεια, αλλά και σε κάθε άλλη γειτονιά. Μια ελευθερία που πιο πολύ ωθεί στο να σέβεται ο ένας τον άλλο, παρά στο να ξεχωρίζει ο ένας από τον άλλο. Δεν είναι Βερολίνο η Κοπεγχάγη. Εδώ τα πράγματα είναι πιο ήπια και καμιά φορά ναι, είναι και πιο ξενέρωτα. Και ναι, κάνει κρύο εδώ πάνω, τον χειμώνα σκοτεινιάζει από τις 3 και το ελαιόλαδο είναι είδος πολυτελείας. Αλλά μην προσπαθήσεις να μεταφράσεις το hygge στα ελληνικά. Θα ‘ναι σαν να μη διάβασες ποτέ αυτό το κείμενο.