Πάμε Ά(ν)τα: Ρόδα είναι και γυρίζει
Ρόδα είναι και γυρίζει
της Άντας Κουγιά
Ο Σεπτέμβρης με βρήκε στην Αθήνα με νοσταλγική διάθεση. Κάτι οι βροχούλες, κάτι που ο μήνας σηματοδοτεί ούτως ή άλλως νέα ξεκινήματα, κάτι που οι σχολικές χρονιές μάς καθορίζουν ακόμη – έχουμε, δεν έχουμε παιδιά, είμαστε δεν είμαστε παιδιά. Ανάμεσα, λοιπόν, στις αθηναϊκές νύχτες, τις μεταπαραθεριστικές βροχές και τις διαφημίσεις του Jumbo και του Μουστάκα, θυμήθηκα κι εγώ τα παλιά, αξέχαστα λούνα παρκ των 90’s και early 00’s, τα οποία θυμάμαι να μου λείπουν ξανά τόσο πολύ, όταν πέρασα τις πύλες της Ντίσνεϊλαντ. Πράγματι, το χωριό του Ντίσνεϊ έχει πύλες που σε εισάγουν στο παραμυθένιο ντεκόρ των ταινιών που συντρόφευσαν τα αλλοτινά μας όνειρα. Όμως, για πάντα εμείς η γενιά των 90’s, θα νοσταλγούμε εκείνο το λούνα παρκ της λεωφόρου Βεΐκου λίγο πριν το άλσος, ανεβαίνοντας προς Μαρούσι.
Η Ντίσνεϊλαντ στο μακρινό 2004
Η εικόνα που θα παραμείνει για πάντα αναλλοίωτη στη μνήμη είναι πώς αλλάζει όψη το ροζ πριγκιπικό καστράκι ανάλογα με τις ώρες της ημέρας. Ονομάζεται «το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης», είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να είναι ορατό από κάθε σημείο του πάρκου και ενώ σε όλα τα άλλα αντίστοιχα πάρκα του κόσμου υπάρχουν ακριβή αντίγραφα αληθινών κάστρων, αυτό είναι ξεκάθαρα αποκύημα της φαντασίας των δημιουργών. Προσωπικά, θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για την ακριβή υλοποίηση του λογοτύπου που πέφτει στην αρχή των ταινιών και μας υπενθυμίζει ότι μέσω της Ντίσνεϊ θα μπαίνεις για πάντα στον κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο.
Γύρω από το κάστρο, βρίσκεις 5 κύριους «τόπους». Όλα αρχίζουν και τελειώνουν στην Main Street. Την 10η πρωινή αντίκρισα έναν εμπορικό δρόμο, που παραμπέμπει στις Η.Π.Α του 1870. Αυτός ο τομέας είναι γεμάτος με κάθε λογής καταστήματα, εστιατόρια, καφέ, ζαχαροπλαστεία. Για την ακρίβεια η Main Street είναι μια πιστή αναπαραγωγή της πόλης Μαρσελίν του Μιζούρι των Η.Π.Α, η πόλη που μεγάλωσε ο Walt Disney.
Η 12η μεσημβρινή με έκανε να συνεχίσω στην Fantasyland. Σε αυτόν τον τομέα, μπαίνουμε στη χώρα των παραμυθιών και αισθανόμαστε σαν να πρωταγωνιστούμε σε ένα από αυτά. Κύριες ατραξιόν τα Alice in Wonderland, It’s a small world, Dumbo the Flying Elephant και Peter Pan’s Flight.
Συνάντησα την Άγρια Δύση του 19ου αιώνα που ακούει στο όνομα Frontierland την 13η μεσημβρινή με κύριες ατραξιόν τα Big Thunder Mountain, Phantom Manor και Thunder Mesa Riverboat Landing. Στα 15 μου όμως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η Adentureland με τους Πειρατές της Καραϊβικής να είναι φίσκα από τις ουρές –μόλις είχε βγει η ταινία– και το ίδιο συνέβαινε στο Indiana Jones et le Temple du Peril, εφόσον είναι από τα αγαπημένα των περιπετειωδών προσωπικοτήτων. Δεν μπήκα ποτέ καθώς από μακριά ηχούσαν τα ουρλιαχτά όταν γυρνούσε εκείνο το κατασκεύασμα ανάποδα. Τελευταία και για λίγο μεγαλύτερους, η Discoveryland με ξεκάθαρες παραπομπές στο διάστημα, στο φουτουριστικό στοιχείο, στο Star Wars για να μιλήσουμε με ταινίες και πάλι.
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις περιηγήσεις, γίνονταν παρελάσεις με τους αγαπημένους ήρωες των ταινιών ανά μία ώρα ή τους συναντούσες και έβγαζες φωτογραφία μαζί τους –είχα Polaroid και αγνοούνται οι φωτογραφικές μνήμες–, έβρισκες εστιατόρια να τσιμπήσεις (αδιανόητο εστιατόριο υπήρχε μέσα στην ατραξιόν των Πειρατών), ξενοδοχειακές μονάδες που σου έκοβαν την ανάσα, γλυκοπωλεία και ενθύμια κάθε λογής.
Από εκείνη την ημέρα μου έχει μείνει ένα μπρελόκ με τον Μίκυ να κρατάει ένα «Α», μία πιτζάμα με κάλτσες με τον Ταζ και μία κούπα με την Νταίζη Ντακ. Όλα τα άλλα, όπως τον χάρτη, τις αφίσες και τις λεπτομέρειες, τα αλλοίωσαν ο χρόνος, οι μετακινήσεις και η ενηλικίωση. Μία ανάμνηση που παραμένει αναλλοίωτη: μετά την βραδινή παρέλαση, τα πυροτεχνήματα γύρω από το ροζ καστράκι. Εκεί που η Ντίσνεϊ σε κάνει να πιστέψεις ότι όλα είναι δυνατά, ειδικά αν είσαι έφηβος.
Παιδική ηλικία με φόντο μια μπαλαρίνα κι ένα πειρατικό καράβι
Απέναντι από τις καφετέριες του Γαλατσίου, υπήρχε ένα λούνα παρκ χωρίς όνομα. Απλά το έλεγαν όλοι «λούνα παρκ». Φυτεμένο ανάμεσα στα δέντρα, γεμάτο αληθινή αγάπη και φωνές συνομηλίκων, όποιος έχει περάσει την παιδική του ηλικία εκεί είναι τυχερός. Δεν θυμάμαι να σας ξεναγήσω ούτε αν παίρνατε τη μνήμη μου σε τσιπάκι όπως είχε δείξει μια φορά η σειρά Black Mirror. Ως εκλάμψεις μου έρχονται το ψάρεμα και η σκοποβολή –για να κερδίσεις αρκουδάκι έπρεπε να κάνεις τάμα–, το σπίτι του τρόμου που ποτέ δεν τρόμαζες, την μπαλαρίνα που η φούστα της χρησίμευε για να σε πηγαίνει πέρα δώθε και το πειρατικό καράβι.
Πάνω απ’ όλα όμως θυμάμαι τη ρόδα. Και τον κύριο που χειριζόταν την ρόδα. Ένας παππούς που πάντα σε θυμόταν και σε παρακολουθούσε για να δει αν θέλεις να κατέβεις ή όχι. Γιατί τότε το στοπ γινόταν με νοήματα.
Τα βράδια σε έβρισκαν με χώμα και χαλίκια στα παπούτσια, μυρωδιά καλαμποκιού στα μαλλιά, ζαχαρωμένο με μαλλί της γριάς από πάνω ως κάτω και μερικές μάρκες που δεν πρόλαβες να χρησιμοποιήσεις. Τη μέρα που πήγαμε και το είδα κλειστό, φορούσα ένα ροζ γούνινο μπουφάν και το έκανα μούσκεμα από το κλάμα.
Τι ήταν εκείνο το λούνα παρκ; Ασφαλές; Όχι. Εξτραβαγκάντ; Σε καμία περίπτωση. Ήταν όμως το παραμυθένιο μέρος της Ελλάδας του ‘90, πραγματική Αθήνα που είχε μόλις αρχίσει να μετακινείται προς τα προάστια. Σήμερα πια, είναι καταφύγιο αναμνήσεων. Μια ρομαντζάδα ή μάλλον μια παιδική ματιά που πάντα θα αναζητάς ως ενήλικας.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και βρέθηκα στο Allou Fun Park, ξενέρωσα. Είναι πάρα πολύ ωραίο, μην υποθέσετε το αντίθετο. Όμως αυτή η συγχρονιά, η ευρωπαϊκή τάξη και ασφάλεια, το «φαίνεσθαι» που προκαλούσε ίλιγγο, με έκανε να θέλω να ξαναγυρίσω στο λούνα παρκ στο Γαλάτσι. Όταν ανέβηκα στη ρόδα –σε μια προσπάθεια να δω έναν ενήλικο έρωτα με παιδική ματιά–, ο κύριος στον μοχλό μετρούσε τους γύρους για να μας κατεβάσει και κανέναν γνωστό δεν καλησπέρισε. Άσε που δεν ήταν κύριος, αλλά 30άρης, σχεδόν συνομήλικός μου.
Φυσικά, το Allou αποτελεί και θα αποτελέσει το καταφύγιο μνήμης των σημερινών παιδιών. Κι εγώ όταν οδηγώ στον Κηφισό, βλέπω από μακριά το στεφάνι με τις κούνιες και χαμογελάω γιατί μου θυμίζει ότι αυτό το «παιχνίδι» το είχα κάποτε σε Playmobil. Αλλά για μένα, περισσότερο είναι ένα σήμα κατατεθέν που προσφέρει φώτα θαλπωρής.
Αγαπητοί μου φίλοι, όχι δεν μοιάζει σε τίποτα η Ντίσνεϊλαντ με τα λούνα παρκ της Αθήνας και με κανένα άλλο του κόσμου. Όμως, προσωπικά, έχω μια αγάπη για τα ταπεινά, για όσα δεν φωνάζουν, αλλά κρύβουν κομμάτια αληθινής ζωής που σε περιμένουν να τις ανακαλύψεις, μνήμες που ενεργοποιούν ακόμη και τις αισθήσεις, κομμάτια γης που διαμόρφωσαν αυτό που είσαι σήμερα. Και απεχθάνομαι την τάξη και την τελειότητα γιατί ξέρω ότι τα όμορφα κρύβονται στην αταξία και στα ατελή.
Έτσι, αγαπητοί μου φίλοι, μπορεί να μην μοιάζουν, αλλά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα το ένα από το άλλο.