Όταν ο Τέλης Μολφέτας άκουσε τ’ αηδόνι στα Βραγκιανά
Πάντα του άρεσε να ταξιδεύει. Πολύ και με κάθε μεταφορικό μέσον. Περισσότερο με την παιδική φαντασία του, ακόμη και σήμερα στα 60 πολλά του. Ιδιαίτερες αγάπες του Τέλη Μολφέτα τα ξερονήσια των Κυκλάδων και οι απάτητες κορυφές και πλαγιές των βουνών. Παιδί με καταγωγή και αναφορές από πάρα πολλά μέρη, αγάπησε το ταξίδι, ακόμη και ως αυτοσκοπό. Κάθε τόπος του έλεγε μόνος του την ιστορία του και μετά τη διάβαζε σπίτι του ή την άκουγε από γεροντότερους να τη διηγούνται στο καφενείο του χωριού ή της πόλης παίζοντας «66» ή «κολτσίνα», ενίοτε και πρέφα μαζί τους.
Αφορμή για το ταξίδι στα Βραγκιανά ήταν μια πρόσκληση από φίλο που το Πάσχα, τα καλοκαίρια του και πολλά Σαββατοκύριακα τα πέρναγε στο χωριό του, με ή και χωρίς την οικογένειά του. Αιτία η αγάπη η δικιά μου και της καλής μου για τα μικρά και απρόσιτα μέρη της Ελλάδας.
Και από όσο ξέραμε, τα Βραγκιανά σκαρφαλωμένα από την πλευρά του Αχελώου στα Άγραφα ήτανε ο ιδανικός προορισμός για μας.
Όχι μόνο δεν πήγαιναν ξένοι, αλλά και οι ντόπιοι λίγες φορές πήγαιναν τον χρόνο. Σχεδόν όλο το χειμώνα, οι δρόμοι ήταν κλειστοί, αν υπήρχαν ακόμα, γιατί κάθε τόσο οι νεροποντές τούς κατέστρεφαν.
Φύγαμε αξημέρωτα από την Αθήνα, περάσαμε στα γρήγορα την Εθνική οδό, ανεβήκαμε στον Μπράλο, κάτι σαν προσκύνημα στη διαδρομή που εκατοντάδες χρόνια πριν ακολουθούσαν τα καραβάνια του τόπου. Τον τεράστιο θεσσαλικό κάμπο τον διαβήκαμε βιαστικά, γιατί δεν είχαμε πολλά να δούμε εκεί. Μας τράβαγε το απρόσιτο χωριό στις πλαγιές του βουνού σαν μαγνήτης.
Η διαδρομή ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά για αυτή θα μιλήσουμε άλλη φορά. Βιαζόμαστε να φτάσουμε στα Βραγκιανά, στους φίλους μας, στο φιλόξενο χωριό τους, στους πολλούς γνωστούς που είχαμε γνωρίσει στα στέκια τους, στα καφενεία των συντοπιτών Αργιθεατών στην Αθήνα.
Φτάσαμε και μας υποδέχτηκαν άνθρωποι, σκυλιά, γατιά και κότες ανακατωμένοι όλοι μαζί. Υπέροχοι φίλοι, υπέροχη υποδοχή. Αλλά αυτά άλλη φορά. Βιάζομαι να σας πω για κάτι που μας άρεσε πολύ. Τα αξιοθέατα, εκτός από την άγρια φύση, ήταν τα δημιουργήματα του ανθρώπου του παρελθόντος, αλλά άξια μνείας ήταν και όσα μας διηγήθηκαν γέροι στον καφενέ περιμένοντας την ώρα του Επιτάφιου, ή της Ανάστασης, γιατί ήτανε και Πάσχα.
Αλλά και για αυτές τις ιστορίες θα μιλήσουμε άλλη φορά, όπως και για τα όμορφα μέρη του τόπου ή την κατάνυξη που νιώσαμε στο ιστορικό μοναστήρι της Μεταμόρφωσης το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Και δεν ήταν από τη λειτουργία, αλλά από την ιεροσύνη του τόπου και τον σεβασμό που δείχνανε όλοι στη λειτουργία και την παραμονή τους στον χώρο εκείνο το βράδυ.
Θα περιοριστώ, λόγω οικονομίας χώρου και χρόνου, σε δυο πράγματα που μας ενθουσίασαν. Το ένα το είπαμε, χαριτολογώντας περισσότερο, «δικαίωμα στο σκοτάδι» και το κερδίσαμε εκεί εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σπίτι μας. Ναι, μετά από πολύ καιρό, είδαμε ολόλαμπρους τους αστερισμούς στον ουρανό, διακρίναμε αμέσως τον Πολικό Αστέρα, στην ουρά της Άρκτου, και κυρίως χαζέψαμε με τον Γαλαξία που είχαμε να τον δούμε χρόνια. Ναι, χαζέψαμε με τον Γαλαξία.
Θα ’λεγε κανείς πως τον ερωτευτήκαμε, σαν να μη μας έφτανε ο έρωτας ο δικός μας, αλλά θέλαμε να γευτούμε οπτικά και με την ψυχή μας ολάνοιχτη το γάλα της Ήρας, όπως θυμηθήκαμε από τη Μυθολογία της τρίτης Δημοτικού. Θα μπορούσα, ακόμη και σήμερα, 20τόσα χρόνια από τότε, να μιλάω με τις ώρες για το θέαμα και τα συναισθήματα που βιώναμε εκεί.
Θέλω όμως να σας μιλήσω και για κάτι άλλο που το βιώσαμε το πρώτο κιόλας βράδυ της παραμονής μας στο χωριό. Γύρω στις τρεις τέσσερις η ώρα το πρωί, ξυπνήσαμε εγώ και η καλή μου και βγήκαμε έξω στον ανοικτό χώρο του σπιτιού. Κάτι απροσδιόριστο μας καλούσε. Βγήκαμε, ντυμένοι καλά, γιατί έκανε ψοφόκρυο στα 650 μέτρα υψόμετρο και μέσα στα πράσινο του βουνού. Και εκεί ακούσαμε, νιώσαμε, απολαύσαμε κάτι που ούτε στον Ναμπούκο δεν είχαμε αισθανθεί.
Πρώτη φορά στη ζωή μας ακούγαμε ένα αηδόνι. Ένα αηδόνι που καλούσε το ταίρι του από την κοντινή ρεματιά με τα γιγαντιαία πλατάνια. Είχαμε ακούσει αηδόνια σε δίσκους, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, αλλά ποτέ από του φυσικού. Ήμασταν παιδιά της πόλης, βλέπετε. Ο χρόνος κυριολεκτικά σταμάτησε, όπως λένε οι ποιητές και ισχυρίζονται οι συγγραφείς. Ένα λεπτό; Μια ώρα; Μια αιωνιότητα; Ποιος ξέρει; Και τι νόημα έχει να απαντηθεί η ερώτηση;
Εμείς μετείχαμε σε ένα κονσέρτο στο πιο όμορφο μέγαρο της μουσικής, αυτό της φύσης, με σολίστα που δεύτερος δεν υπάρχει στη γη. Και την άλλη μέρα που το διηγηθήκαμε στους φίλους μας, γέλασαν καλοσυνάτα και μας είπαν πως αυτοί αηδόνια ακούγανε από πάντα, γιατί γεννήθηκαν δίπλα τους.
Και τους ζηλέψαμε είναι η αλήθεια. Και μόνο γι’ αυτό άξιζε να ξαναρθούμε στο χωριό, για να ξανακούσουμε το αηδόνι και να πάρουμε θάρρος για τη ζωή μας στην πόλη. Στην πόλη των ανέσεων και των χαμένων αηδονιών και του χαμένου σκοταδιού που τόσο απολαύσαμε εκεί πάνω.
*Ο Τέλης Μολφέτας γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι παιδί της πόλης, έστω της πόλης με χωματόδρομους, αλλά της πόλης. Σπούδασε Μαθηματικά, αλλά δεν έγινε ποτέ καθηγητής. Περισσότερο κυνήγαγε τη γνώση, παρά κάποια μόνιμη επαγγελματική απασχόληση. Γράφει πολύ, αν και περισσότερο διαβάζει. Όμως, όπως λέει κάπως ειρωνικά, γράφει μονάχα για τον ίδιο και όχι για το κοινό. Μόνος του τα γράφει, μόνος του τα διαβάζει. Ελάχιστα δείγματα της γραφής του έχουν βγει πάρα έξω. Ένα μικρό διήγημα σε μια συλλογή διηγημάτων, κάποια άρθρα σε τοπικές και μικρές εφημερίδες γνώμης, προγράμματα τοπικής εμβέλειας, ένα και μοναδικό τεύχος ενός κάποιου περιοδικού με τον βαθυαστόχαστο τίτλο «Ψηφιακές Ανελίξεις» και σκόρπια τελευταία στα λεγόμενα social media. Αγαπημένοι του τομείς η Ιστορία, η Φυσική, η Πολιτική Επιστήμη, οι μεγάλες συλλογές μικρών πληροφοριών, συνήθως ασήμαντων και άχρηστων και το Βιβλίο. Α! Και ο Κινηματογράφος, αλλά σε αίθουσες, όχι σε τηλεόραση.