Έτσι ερωτεύτηκε ο Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης τη Σαντορίνη
Ο δραστήριος σκηνοθέτης, άνθρωπος που λατρεύει να κλέβει εικόνες με το βλέμμα του κι ύστερα να τις ανασυνθέτει επί σκηνής ή οθόνης, επισκέφτηκε χωρίς σχεδόν καμία προσδοκία τη Σαντορίνη πριν έντεκα χρόνια και, σχεδόν αναπάντεχα, της επέτρεψε να τον κατακτήσει. Όχι, δεν είδε τον ήλιο να δύει, ούτε χειροκρότησε. Υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή σε ένα συγκεκριμένο μέρος του νησιού, που ο Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης επέλεξε να κλειδώσει για πάντα εντός του. Η αφήγησή του για το FollowGeorge.gr, απλώς απολαυστική.
Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν ότι τα καλοκαίρια είναι μία περίοδος που υποφέρω. Άνθρωπος του χειμώνα βασικά, με πολύ μεγάλη απέχθεια στη ζέστη και με μία δυσφορία σε μέρη με πολύ κόσμο ή όλα αυτά που θεωρούνται μόδα και trendy προορισμοί.
Ήταν αρχές του 2009 όταν ένα φιλικό ζευγάρι μού ανακοίνωσε τον γάμο του, που θα γινόταν Ιούνιο στη Σαντορίνη. Μία αίσθηση τρόμου με διαπέρασε, καθώς, στο δικό μου μυαλό, η Σαντορίνη ήταν ένα από τα μέρη που απέφευγα να επισκεφτώ για τους ανωτέρω λόγους και δεν θα μπορούσα με κανέναν τρόπο να ξεφύγω από αυτή την κοινωνική υποχρέωση. Όλοι γύρω μου σε εκείνη την ανακοίνωση ένιωσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, υπέρμετρη χαρά. Καλοκαιρινοί τύποι γαρ και στεκόμουν μόνος σε μία γωνία αμήχανος.
“Τη Σαντορίνη ή θα τη λατρέψεις ή θα τη μισήσεις” μου είπε ο μπαμπάς της νύφης, λάτρης του νησιού, και τα λόγια του μου προκάλεσαν ακόμα μεγαλύτερο άγχος.
Ο αγαπημένος μου χειμώνας πέρασε, με την ίδια ταχύτητα και η άνοιξη, και έφτασε ο Ιούνιος του 2009 και μαζί και η ανάγκη του ταξιδιού στη Σαντορίνη. Εν αντιθέσει φυσικά με τους περισσότερους γνωστούς μου, το ταξίδι με το καράβι δεν με ενθουσιάζει και έκλεισα μία πολύ πρωινή πτήση με αεροπορική εταιρεία (σίγουρα πολλοί μέχρι τώρα που θα με διαβάζετε θα με έχετε περάσει για πολύ περίεργο άνθρωπο, αλλά έχω αποφασίσει να γράφω πάντα όσα σκέφτομαι και νιώθω).
Τα λατρεύω τα αεροπλάνα και θεωρώ τα αεροδρόμια αγαπημένο προορισμό, αλλά αυτή είναι ίσως μία άλλη συζήτηση για μία άλλη φορά.
Η πρωινή πτήση ήταν περίπου στις 7, που σημαίνει ότι ξύπνησα από τις 5 και με πήγαν στο αεροδρόμιο (ούτε που θυμάμαι ποιος, μάλλον ο πατέρας μου). Το πρωινό ξύπνημα είναι ένα βασανιστήριο, αλλά όταν είναι να πας ταξίδι με αεροπλάνο, μου ηχεί σαν μια γλυκιά μελωδία. Δεν έκανε πάνω από 30 λεπτά για να προσγειωθεί στη Σαντορίνη. Αυτή είναι η μαγεία, μόλις απογειώθηκε, και μέχρι να ισορροπήσει άρχισε η κάθοδος. Ούτε τον καφέ που σου σερβίρουν ευγενέστατες αεροσυνοδοί δεν προλαβαίνεις να πιεις και έφτασες στον προορισμό σου.
Τα αεροδρόμια στα νησιά είναι ίδια πάντα. Στο μοναδικό σημείο που υπάρχει ίσιο έδαφος, αρκετή ξεραΐλα γύρω (είναι και η ομορφιά των Κυκλάδων αυτή) και συνήθως με μία αίσθηση δεκαετίας 80s στο κτήριο.
Προσγειωθήκαμε και δεν είχα καμία αίσθηση χαράς ή αναμονής, παρά μόνο την ανάγκη να πάμε στο ξενοδοχείο και να τακτοποιηθούμε. Ήμασταν μία παρέα 5 ατόμων που πετάξαμε μαζί από Αθήνα και νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο που μας περίμενε στο αεροδρόμιο. Αφού φορτώσαμε τις βαλίτσες, ξεκινήσαμε για το Ημεροβίγλι. Σε όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να καταλάβω τι το τόσο φοβερό έχει αυτό το νησί -ένα απλώς κλασικό κυκλαδονήσι- και ενθουσιάζεται ο κόσμος. Το αμάξι άρχισε να ανεβαίνει ανηφόρα, έναν λόφο ή βουνό ή όπως τέλος πάντων το λένε. Θυμάμαι ότι, όσο ανεβαίναμε, έβλεπα πολύ απλά σπίτια και τίποτα το ξεχωριστό.
Χαθήκαμε στην κορυφή. Ήταν και κάπου 8 το πρωί, δεν κυκλοφορούσε και κανείς. Κάποια στιγμή, ο οδηγός σταματάει σε ένα σημείο και μας λέει ότι μάλλον φτάσαμε, αλλά δεν ήταν σίγουρος και έπρεπε να ρωτήσουμε. Εγώ είχα ακούσει για τη θέα της Σαντορίνης, για τα όμορφα σπίτια, τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έβλεπα εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο ένα χωριό στην κορυφή ενός λόφου.
Αφού παίρνω την πρωτοβουλία να βγω έξω και να πάω να ρωτήσω αν είμαστε στο Ημεροβίγλι, αφήνω όλη την παρέα στο αυτοκίνητο να περιμένει. Βρίσκω ένα δρομάκι ανάμεσα από τα σπίτια του χωριού και, καθώς δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος τριγύρω να ρωτήσω, αποφασίζω να το διασχίσω. Το πλακόστρωτο δρομάκι ήταν σκοτεινό, ανάμεσα σε σπίτια, και δεν έβλεπες στο βάθος πού οδηγεί. Συνέχισα μέσα στη νύστα μου να αναζητώ το τέλος του δρόμου. Ξαφνικά, βλέπω φως και φτάνω στην άλλη πλευρά του χωριού. Μπροστά στα μάτια μου αποκαλύπτεται μία απεριόριστη θέα από το γαλάζιο της θάλασσας. Στη μέση η Καλντέρα, κρουαζιερόπλοια αραγμένα. Κατάλευκα σπίτια των Κυκλάδων να κρέμονται το ένα πάνω στο άλλο σε έναν απίστευτο γκρεμό. Μία απόλυτη σιωπή και ένα αεράκι τόσο δροσερό, γεμάτο νησιώτικη γεύση που σου έπαιρνε το μυαλό.
Στέκομαι σοκαρισμένος. Παγωμένος. Ακίνητος. Θαυμάζοντας αυτό το θαύμα της φύσης. Δεν ξέρω πόση ώρα εισέπνεα τη θέα. Μου φάνηκε για πάντα. Δεν ήθελα να κουνηθώ από εκεί. Δεν ήθελα να αλλάξω θέση για να μη χάσω αυτή την αίσθηση. Πρέπει να πέρασε πολλή ώρα, γιατί ήρθαν οι φίλοι να με βρουν, αγχωμένοι ότι κάτι έπαθα.
Η Σαντορίνη έχει αστείρευτη ομορφιά, αμέτρητα μαγαζιά, μπαρ, εστιατόρια, πράγματα να κάνεις. Έχει λένε και το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα στην Οία, που όλοι κάθονται το κοιτούν και μόλις ο ήλιος κρυφτεί χειροκροτούν.
Για μένα όμως, η Σαντορίνη δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Για μένα είναι το Ημεροβίγλι στις 8 το πρωί. Η μοναδική στιγμή που το μυαλό μου αδειάζει μπροστά σε αυτή τη θέα και με όλες τις αισθήσεις να χορταίνουν απόλαυση. Έτσι πέρασα όλες μου τις διακοπές στη Σαντορίνη. Σε μία βεράντα ή σε μία ταράτσα στο Ημεροβίγλι, στις 8 το πρωί (ξυπνούσα επίτηδες πριν από όλους τους άλλους) μόνος να πίνω καφέ στην απόλυτη σιωπή, να βλέπω τη θέα και να ονειρεύομαι τη ζωή.