Μύκονος: έρωτας με την τέταρτη ματιά
Η Γεωργία Δρακάκη γράφει όσο πιο αναλυτικά της επιτρέπει η συνείδησή της για το... τετραπλό ταξίδι στη Μύκονο, έναν τόπο που η ίδια αποκαλεί “χαμαιλεοντικό”.
Άσε με να σε πάω σε μια ταινία φανταστική και ολωσδιόλου πραγματική ταυτόχρονα, σε μια ταινία μεγάλου μήκους που, ας συμφωνήσουμε από τώρα, θα λέγεται “Η Γεωργία στη Μύκονο”. Πόσο ναρκισσευόμενος τίτλος, πόσο εγωκεντρικός. Κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε από σκηνοθέτη. Από πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με τίποτα, μη φοβάσαι.
Είναι κάποιοι τόποι που δεν είναι ακριβώς τόποι, είναι περισσότερο ιδέες. Το τι ποιότητας ιδέες είναι, άφησέ το απ’ έξω. Από το δεδομένο μεγαλείο κάποιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας μέχρι ένα επιβεβαιωμένα από ψιθύρους στοιχειωμένο δάσος και από τη μυθολογία ορισμένων συγκεριμένων φυσικών τοπίων μέχρι την αναγωγή πόλεων σε αστικούς μύθους και άλλοθι του καταναλωτισμού, τα παραδείγματα είναι εκατοντάδες.
Η Μύκονος για την Ελλάδα είναι αυτό που είναι. Ένα ξερόνησο που δεν διέφερε σε πολλά από τα άλλα νησάκια τριγύρω του, ένα κυκλαδοτόπι τραχιά όμορφο με δίχως ηλεκτρικό και κοσμικότητες. Οι νέοι, Αθηναίοι αστοί την ανακάλυψαν μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δεν έχω τόση περίσσεια λευκού χαρτιού για να σου αναλύσω περαιτέρω. Πολύ γρήγορα, σαν ταχύτατο μοντάζ, επιλέγω να σου προβάλω εικόνες με τον Ζάχο Χατζηφωτίου, τη Μαρίκα Γιαννούκου-Μητσοτάκη, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τη Μαρία Κάλλας, τον Σταύρο Νιάρχο και πόσους ακόμα... Τα μέσα παγκοσμίως κάνουν τη Μύκονο γνωστή, ποθητή, ονειρική. Τόσο πολύ, που αρκετοί ήταν αυτοί που έλεγαν πως η Μύκονος ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας.
Δεν είχαν και άδικο, εν μέρει. Φώτα, κάμερα, πάμε.
Πρώτη φορά, τον Μάη του 2013
Εργαζόμουν για λογαριασμό του φωτογράφου Μαρκέλλου Πλακίτση, ο οποίος με πήρε μαζί κρουαζιέρα με την εταιρεία Luis Cruise. Δοκιμάζαμε λήψεις και ιδέες για τη διαφήμιση του πλοίου. Φωτογραφίες σε πισίνες, βίντεο στη λάτιν αίθουσα, λήψεις στο κατάστρωμα, στο καζίνο, στο εστιατόριο, στο μπαρ του πλοίου... Δεκαεννιά χρονών τότε εγώ, με το όνειρο να πάω να ζήσω το συντομότερο στα ονειρεμένα μου Εξάρχεια, δεν ενδιαφερόμουν ούτε σταλιά να πάω στη Μύκονο. Πιο πολύ με εξίταρε η στάση στην Πάτμο, ας πούμε. Η Μύκονος μου φάνηκε χλωμή, άσχετη με όσα είχα ακούσει γι’ αυτήν. Τσακώθηκα πολύ άσχημα με τον Μαρκέλλο για ένα θέμα που συζητάμε σήμερα και γελάμε. Πήρα μόνη μου, τρελή, τους δρόμους κι έκλαιγα. Είχε κακό καιρό εκείνη τη μέρα. Μείναμε ελάχιστες ώρες, κάναμε μια βουτιά και φάγαμε στον Ορνό, θυμάμαι επίσης ότι φόρτισα το κινητό μου σε ένα από τα καφέ στην περατζάδα στο λιμάνι της Χώρας, λίγο πριν τη Μικρή Βενετία.
Δεύτερη φορά, τον Απρίλη του 2016
Φιλοξενούμενη μιας καινούργιας φίλης που είχε μπει ορμητικά στη ζωή μου την περίοδο εκείνη. Εργαζόταν στο νησί και θα με φιλοξενούσε στον χώρο της. Σκεφτήκαμε να περάσουμε Πάσχα παρέα. Οι γκέι φίλοι της, μια φασίστρια κολλητή της, το μεθύσι μου ένα βράδυ με άσχετη παρέα, που γνώρισα μόνη, γιατί δούλευε όλη μέρα και γιατί ουσιαστικά μόνη ήμουνα... θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες. Αισθανόμουν απολύτως εκτός κλίματος, έβλεπα τα άτομα που με περιτριγύριζαν και σκεφτόμουν πόσο ηλίθια είναι -είναι κάτι που σπάνια σκέφτομαι για τους άλλους. Η πλάτη του Κωστόπουλου σε ένα μαγαζί, δεν είχα πάει με λεφτά εννοείται, μας κέρναγαν αρκετά, λόγω της φίλης, αλλά ένα σουβλάκι έκανε κάτω από 4 ευρώ, είχα βρει καφέ με τιμή Αθήνας και είχα κάνει Μεγάλο Σάββατο με μαγειρίτσα, αυγό και ποτήρι κρασί στα 15 ευρώ σε μια παραδοσιακή ταβέρνα στη Χώρα.
Και που γράφω τώρα, νιώθω το στομάχι μου να ανακατεύεται. Είχα πάει με λίγο άγχος: να είμαι ωραία, να έχω να κεράσω τη φίλη ένα καφέ κι ένα ποτό. Κι είχα πάει με ζέση, αυτήν τη φορά. “Μύκονος. Πάσχα. Και γαμώ”. Ήθελα να ποστάρω στα social, ήθελα να με δείξω.
Κάμερα σε μένα. Κοντινό. Η φίλη μου γνωρίζει τον άθλιο εραστή της, ο οποίος έχει δεσμό στην Αθήνα και την κοροϊδεύει ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Η φίλη τρελή για αυτόν. Ο τύπος ζώον. Ένα βράδυ αφού μου τον γνωρίζει η φίλη, με πετυχαίνει μόνη μου στα στενά να γυρνάω σπίτι και με προσκαλεί με παρέα του νησιού για σφηνάκι. Κάνω το λάθος και πηγαίνω. Όταν κάνω να φύγω, με σταματά και μου κάνει κανονικότατο πέσιμο.
Φεύγω τρέχοντας. Στέκομαι για λίγο σε ένα πεζούλι, παραζαλισμένη. Αύριο είναι να φύγω ούτως ή άλλως. Να το πω στη φίλη μου ή όχι; Της το λέω. Τα βάζει μαζί μου. Την επόμενη μέρα δεν με χαιρετάει καν.
Αποχωρώ από την παρέλαση γελοιότητας και επιφάνειας κλαίγοντας. Έχω προλάβει όμως να κλέψω ένα όχι ασήμαντο κομμάτι της αλήθειας του τόπου: τη Μύκονο την έχει καταστρέψει η μπασκλασαρία και η ανάγκη φτωχών παιδιών της γενιάς μου να καμωθούν πως είναι πλούσια. Εραστές των 5 λεπτών. Επίδειξη του τίποτα. Σκληρά μεροκάματα, το πολύ των ποσών δικαιολογείται από πάσης φύσεως κεκαλυμμένη ή και όχι βία. Βορά οι εργαζόμενοι, Αλβανοί και Έλληνες, στο έλεος των απαιτητικών τουριστών. Βλαχομπαρόκ κυρίες από κάθε προάστιο των Αθηνών.
Αν τα αφαιρέσεις, θα μείνει ο ζωογόνος άνεμος που δροσίζει και ξεσηκώνει το μέρος και η θεϊκή ανατολή, οι ήρεμες, απρόσμενες κουβέντες με τον εαυτό σου κάτω από τον άσπρο ήλιο μες στα ασβεστωμένα στενά του νησιού, αυτά που δεν ενοχλούνται από τις επηρμένες βιτρίνες με τα brands.
Τρίτη φορά, τον Ιούλιο (αρχές) του 2017
Μια Μύκονος, τώρα, άλλη μου αποκαλύφθηκε: η ερωτική, η αναβρύζουσα από τα βάθη της δικής της μόνο αλήθειας, όχι των αληθειών που της έχουνε χρεώσει χιλιάδες στόματα και φαντασίες.
Φακός ευρυγώνιος. Θάλασσα μπλε από ακουαρέλα. Καρτ ποστάλ. Αλατισμένη ερχόμουν από Άνδρο και ο κολλητός μου με περίμενε στο λιμάνι της Μυκόνου. Μια μικρή περιπέτεια σε σχέση με τη διαμονή μου -έκανα μια μεσημεριανή σιέστα στο σπίτι όπου κοιμόταν μια φίλη του στο νησί, μαζί με ένα ζευγάρι Αλβανών που δεν μιλούσαν λέξη ελληνικά και τους γονείς του άντρα. Τα φλερτ ξεκίνησαν από το ίδιο βράδυ και όλο κορυφώνονταν μέχρι που έπρεπε να φύγω από το νησί για να πάω Τήνο στις επόμενες κανονισμένες διακοπές. Από την Τήνο, την κατά τα άλλα πολυαγαπημένη μου, ξαναγύρισα τρέχοντας στη Μύκονο, σα να μην είχα χορτάσει ίχνος χαράς. Γυμνόστηθη στην Ελιά, ξημερώματα στα στενά της Χώρας, κεράσματα, βολέματα, κατορθώματα, εντάσεις, διαφωνίες, ένας ύπνος στο μονό κρεβάτι του κολλητού, να τον αγκαλιάζω από τη μέση σε στάση κουταλάκι για να χωρέσουμε. Διαδρομές από τα Άνω Μερά μέχρι το λιμάνι με τα πόδια, ύστερα το καραβάκι για τη Μικρή Βενετία, γνωριμίες σε κάθε στροφή της βόλτας, εκείνο το μελαχρινό αδέλφι που έμελλε να συναντήσω εκεί ακριβώς, σε μια στροφή. Ας μου επιτραπεί μια ονομαστική αναφορά ενός άλλου αγοριού που αξίζει, για διάφορους λόγους, πολλά βραβεία: Σωτήρης.
Μια Μύκονος, τώρα, άλλη μου αποκαλύφθηκε: η ερωτική, η αναβρύζουσα από τα βάθη της δικής της μόνο αλήθειας, όχι των αληθειών που της έχουνε χρεώσει χιλιάδες στόματα και φαντασίες. Ένα συνονθύλευμα ανθρώπων με αναφαίρετο δικαίωμα στην ψευδαίσθηση της μυκονιάτικης ζωής. Μιας ζωής που ζητά την πόζα, το ψέμα, την υπερβολή, την ανεκτικότητα, τη χρυσόσκονη, τις ώρες που χάνονται μες στη μέρα απολαυστικά.
Εκείνο το καλοκαίρι, πορώθηκα με το νησί. Την τελευταία μέρα έφυγα με το καράβι και είχα πάνω μου ακριβώς 80 λεπτά. Ένα μπουκαλάκι νερό κι επιστροφή στην καυτή πόλη με συναίσθημα ευτυχίας απόλυτης. Ένα απροσδιόριστο αίσθημα ότι τα είχα καταφέρει.
Τέταρτη φορά, τον Οκτώβριο του 2019
Είχα ζήσει τη Μύκονο επαγγελματικά. Μόνη μου. Με φίλους, με παρέες. Ώρα δεν ήταν να τη ζήσω ζευγαρωμένη; Με τον άνθρωπό μου; Ε, ναι, ήταν. Μείναμε σε ένα απίθανο, τεράστιο σπίτι στη Μικρή Βενετία με θέα θάλασσα. Φάγαμε ιταλικό στη Χώρα. Λιαστήκαμε στις ξαπλώστρες του Super Paradise μια μέρα με απίθανο κύμα. Ήπιαμε ποτό στη Cinderella και πήραμε πρωινά από τον καλύτερο φούρνο του νησιού. Ψωνίσαμε ρούχα και κοσμήματα. Ανάψαμε κερί σε εκκλησάκι. Κεράσαμε σφηνάκια έναν μπάρμαν που λατρέψαμε. Και μας κέρασε κι αυτός. Κάναμε έρωτα όλη μέρα. Ήταν υπέροχα. Και είχαμε και τη γάτα μας μαζί. Του μαγείρεψα λαζάνια και τα φάγαμε γυμνοί στο δροσερό σαλόνι του σπιτιού. Έξω από τα παράθυρα μαινόταν το φθινοπωρινό Αιγαίο, ζεστό ακόμη, έτοιμο όμως να καλωσορίσει τον χειμώνα. Και, μόλις φύγαμε, ήμουν πια σίγουρη.
Τη Μύκονο την είχα ερωτευτεί. Η Μύκονος μου ανήκε. Αναστενάρικο νησί, ζαλιστικό. Πρόστυχο και ποιητικό. Χαμαιλεοντικό. Παίρνει την όψη αυτών που το αγαπούν στ’ αλήθεια. Σε παιδεύει μέχρι να σου ανοίξει τα φύλλα του. Και πόσα μου κρατά ακόμα κρυμμένα... Μένει να το ανακαλύψω την επόμενη φορά.
ΥΓ: Μην υποτιμάς τη δύναμη της Μυκόνου να σε κατακτήσει, όποιος και να ’σαι, όσο πολύ και να έχεις ταξιδέψει.
ΥΓ2: Η Μύκονος δεν είναι για τους πλούσιους. Είναι για τους μποέμ. Αυτούς που κουβαλούν άλλου είδους θησαυρούς μέσα τους...