Μάτσου Πίκτσου: Προσκύνημα στις κορυφές των Άνδεων
Έχει κάνει δεκάδες ταξίδια. Συνήθως, δεν γράφει ταξιδιωτικές εντυπώσεις, άλλωστε διανύει καθημερινά χιλιόμετρα μες στον απέραντο κόσμο του non-fiction. Μια κινητή εγκυκλοπαίδεια, μια αναγνωρίσιμη πένα, ο Θανάσης Βέμπος είναι από τους ανθρώπους που δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Αφηγήθηκε στο followgeorge την περιπλάνησή του στις κορυφές των Άνδεων, μεταφέροντας ατόφιο το συναίσθημα κατάνυξης που αισθάνθηκε εκεί, σε μια απρόσμενα όμορφη γωνιά του πλανήτη, φορτισμένη από την ιστορία, αλλά και τους θρύλους της.
Παρασκευή, 30 Μαΐου 2003
Ξύπνησα στις τρεισήμιση τα ξημερώματα από το κρύο και την υγρασία που στάζει στο εσωτερικό της σκηνής. Δεν κοιμήθηκα πολύ έκτοτε. Έγερση στις έξι το πρωί, πρωινό και αναχώρηση μια ώρα αργότερα. Δεν βλέπουμε την ώρα να αρχίσουμε την πορεία μπας και αποδιώξουμε την ψύχρα που φτάνει μέχρι το μεδούλι.
“Πρέπει να ανηφορίζει κανείς με πολύ αργό, σχεδόν υπνωτιστικό ρυθμό, διαφορετικά αναγκάζεται να σταματά κάθε είκοσι μέτρα με κομμένη την ανάσα.”
Περνούμε από ένα άθλιο οικισμό. Γουρούνια μπαινοβγαίνουν στα σπίτια με το χωμάτινο πάτωμα. Μια μεσόκοπη γυναίκα είναι σκυμμένη πάνω από ένα πέτρινο πάγκο και λιώνει καλαμπόκι με μια πλατειά πέτρα. Μας γνέφει να μπούμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Εκεί μέσα μερικοί Ινδιάνοι κάθονται ανακούρκουδα στο μισοσκόταδο. Η γυναίκα ανοίγει ένα πλαστικό βαρέλι, βυθίζει μέσα μια κανάτα και τη βγάζει ξέχειλη από ένα λευκωπό, παχύρρευστο υγρό. Είμαι απ’ αυτούς που τολμούν να το δοκιμάσουν. Είναι τσίτσα, μπίρα από καλαμπόκι. Στο μεθύσι της τσίτσα και στην υπερδιέγερση που προκαλεί το μάσημα φύλλων κόκας, οι Ινδιάνοι αποζητούν εδώ κι αιώνες καταφύγιο από τη δυστυχία και την κακουχία της ζωής στο Αλτιπλάνο.
Τώρα, βαδίζουμε στο πιο δύσκολο μέρος της διαδρομής. Το βάρος των σακιδίων μας φαίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Είναι πια μεσημέρι όταν καταφέρνουμε να φτάσουμε εξαντλημένοι στο Πέρασμα της Νεκρής Γυναίκας. Υψόμετρο 4.200 μέτρα. Πέρα μακριά τα χιόνια του Σαλκαντάϋ που ορθώνεται με όλα τα 6.200 μέτρα της μεγαλοπρέπειάς του.
Αρχίζει η κατάβαση. Σε κάθε βήμα, οι αρβύλες πέφτουν βαριά πάνω στην πέτρα, οι αρθρώσεις πονούν, το βάρος του σακίδιου πολλαπλασιάζεται. Στη νοτερή, φθαρμένη πέτρα βρίσκονται φυλακισμένες μνήμες και ιστορίες πεζοπόρων-ημεροδρόμων, ιερέων, αγροτών, απλών προσκυνητών που πήγαιναν στο Μάτσου Πίκτσου.
Ανάβαση ξανά για το δεύτερο ορεινό πέρασμα. Μετά από μια μικρή λιμνούλα, ανάμεσα σε ισχνό, κίτρινο χορτάρι, ένα πλάτωμα βράχων. Ένα αρχαίο ιερό της Πατσαμάμα –της Μάνας Γης. Παντού γύρω μας οι μικροί απατσέτα, οι σωροί από πέτρες που αφήνουν οι διαβάτες και οι προσκυνητές.
Σάββατο, 31 Μαΐου
Το τοπίο αλλάζει αργά, αλλά σταθερά. Το κίτρινο, αναιμικό χορτάρι δίνει τη θέση του σε χαμηλά θάμνα και κατόπιν σε ψηλότερα δέντρα γεμάτα επίφυτα και βρύα. Μακριές κληματσίδες κρέμονται από τα κλαριά τους. Σχεδόν δεν μπορεί να διακρίνει κανείς τον κορμό των δέντρων –τόσο πολύ σκεπασμένοι από άλλα φυτά είναι. Τα έντομα είναι ξανά ενοχλητικά. Έχουμε μπει πάλι στη ζώνη του cloudforest –του υποτροπικού δάσους των συννέφων. Τώρα οι βουνοκορφές των Άνδεων δεν είναι πια απόκρημνοι, χιονισμένοι όγκοι, αλλά πιο ήπιες, πράσινες κορφές.
Πέρα μακριά διακρίνουμε την κοιλάδα του ποταμού Ουρουμπάμπα, ενός παραποτάμου του Αμαζονίου. Η σιδηροδρομική γραμμή Κούσκο-Μάτσου Πίκτσου ακολουθεί κατά πόδας το ποτάμι σε όλη η διαδρομή από το Κούσκο. Το υψόμετρο χαμηλώνει και η πορεία γίνεται λιγότερο δύσκολη. Έχουμε κατέβει πάλι κάτω από τις 3.000 μέτρα.
Κυριακή, 1 Ιουνίου
Η έγερση γίνεται στις τρεις τα ξημερώματα, προκειμένου να φτάσουμε στο Μάτσου Πίκτσου λίγο μετά την ανατολή του Ήλιου. Διασχίζουμε την υποτροπική ζούγκλα, ο ένας πίσω από τον άλλον, φορτωμένοι τα σακίδια, σκεπασμένοι με τα αδιάβροχα. Το σκοτάδι είναι ακόμα πυκνό. Το φως των φακών μας φωτίζει το κακοτράχαλο μονοπάτι. Τσαλαβουτάμε στις λάσπες ενώ η βροχή πέφτει ασταμάτητα. Ολόγυρά μας, μέσα από το σκοτάδι αντηχούν τα τιτιβίσματα, τα κοάσματα και οι κραυγές των πλασμάτων του δάσους.
Η πορεία γίνεται ανηφορική. Το πρώτο φως της αυγής έχει αρχίσει να μεταμορφώνει το πυκνό σκοτάδι σε μια γκρίζα θολούρα. Φτάνουμε τελικά στα ερείπια της Πύλης του Ήλιου, της Ίντι Πούνκου, από εκεί που μπορεί κανείς να διακρίνει το θρυλικό Μάτσου Πίκτσου σε όλη την μεγαλοπρέπειά του.
Ναι, το Μάτσου Πίκτσου πρέπει να βρίσκεται κάπου εκεί κάτω. Όμως το μόνο που διακρίνουμε είναι πυκνή, αδιαπέραστη ομίχλη, ενώ η βροχή δεν δείχνει να έχει διάθεση να ελαττωθεί. Περιμένουμε για κάμποση ώρα κάτω από τη βροχή, μουσκεμένοι, αποκαμωμένοι, απογοητευμένοι.
Κατηφορίζουμε προς τα ερείπια. Είναι τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής. Η ομίχλη είναι τόσο πυκνή που δεν βλέπει κανείς πέρα από δέκα-είκοσι μέτρα. Ωστόσο, κάπου μέσα μου η υπερφυσική βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά δεν έχει σβήσει. Δεν ξέρω αν το προκάλεσα εγώ, ή εάν αυτό μου αποκαλύφθηκε. Δεν ξέρω ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα. Δεν ξέρω εάν τελικά έχει κανένα νόημα να αναλύεις προσωπικές εμπειρίες περνώντας τις από το στενό φίλτρο της κοινής λογικής. Γιατί εκεί μπροστά μας, η βροχή σταμάτησε, η πυκνή ομίχλη άρχισε να διαλύεται. Μέσα σε μια ώρα, οι ζεστές ηλιαχτίδες αποκάλυψαν μπροστά στα μάτια μας ένα συγκλονιστικό θέαμα. Οι πράσινες, κατάφυτες, απόκρημνες πλαγιές των βουνών που περιτριγυρίζουν το Μάτσου Πίκτσου ορθώνονταν περήφανες στον ουρανό.
Κι εκεί, μπροστά μας, αποκαλύπτεται η θρυλική Χαμένη Πόλη, τα ερείπια, οι πεζούλες, τα μεγαλιθικά κτίσματα, σαν όραμα της χαμένης, χρυσαφένιας αυτοκρατορίας των Ίνκα, σαν στιγμιότυπο από το παρελθόν, σαν αντικατοπτρισμός, σαν το ίδιο το σύμβολο της Αιώνιας Αναζήτησης.
Το προσκύνημα έχει φτάσει στο τέλος του.
Η φωτογραφία του τραβήχτηκε από τον φωτογράφο Πάρι Ταβιτιάν.