Το Μπίλεφελντ του Γιώργου Λίλλη δεν κατοικείται από γίγαντες
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι το 2020, ο Γιώργος Λίλλης ταξιδεύει και μας παίρνει μαζί του σε ένα κομμάτι της Γερμανίας που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Εκεί γεννήθηκε, εκεί έγινε πατέρας. Σημαντικό μέρος της λογοτεχνικής του δημιουργίας, επίσης, έχει συλληφθεί ως έμπνευση εκεί. Το “εκεί” είναι το Μπίλεφελντ, μια μικρή πόλη που έχει βρεθεί στο επίκεντρο των θεωριών συνωμοσίας από το 1993. Η αφήγηση του σημαντικού Έλληνα ποιητή στο FollowGeorge.gr γύρω από τον συγκεκριμένο τόπο και όλα όσα σημαίνει γι’ αυτόν, όχι μόνο πιστοποιεί ότι το Μπίλεφελντ υπάρχει στ’ αλήθεια, αλλά αποκαλύπτει και κάτι ακόμα:
“Δεν είναι μόνο οι όμορφοι τόποι αυτοί που ερωτευόμαστε. Κάποια μέρη είναι μοναδικά για εμάς, απλώς επειδή περιλαμβάνουν τη δική μας ιστορία.”
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, η γιαγιά μου μετανάστευσε στη Γερμανία. Ο παππούς μου ήταν κατάκοιτος, είχε σπάσει τη μέση του στην προσπάθεια να μετακινήσει ένα κούτσουρο και εκείνη δεν είχε πλέον άλλο τρόπο να θρέψει τα πέντε τους παιδιά παρά να εγκαταλείψει το χωριό προς αναζήτηση εργασίας. Αφού πέρασε τα υγειονομικά και πολιτικά τεστ, όπως συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, ταξίδεψε με τρένο σχεδόν μια βδομάδα για να φτάσει ένα παγερό πρωινό του Γενάρη στον σταθμό του Μπίλεφελντ, μιας σχετικά μικρής πόλης στα βορειοανατολικά της Ρηνανίας Βεστφαλίας. Διαμένοντας αρχικά σε ξενώνα, μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες μετανάστες, η γιαγιά μου έπιασε δουλειά ως καθαρίστρια στο νοσοκομείο της πόλης.
Ένα χρόνο μετά, ακολούθησε και η υπόλοιπη οικογένεια. Μετακόμισαν σε ένα διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών, στη Reutestr, δυο δωμάτια όλα κι όλα, με μπάνιο κοινό στον διάδρομο, αλλά προφανώς πολύ καλύτερων συνθηκών από εκείνα των ξενώνων. Ο πατέρας μου, δεκαεφτά χρονών τότε, άρχισε να εργάζεται στην Anker, μια εταιρεία παρασκευής ταμειακών μηχανών, που απασχολούσε πάνω από τρεις χιλιάδες εργάτες, Έλληνες, Ιταλούς, Γιουγκοσλάβους, Ισπανούς. Ο μοναδικό στόχος των εργατών ήταν να δουλέψουν σκληρά, να αποταμιεύσουν όσο γίνεται περισσότερα χρήματα και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Αρχές της δεκαετίας του ‘70, ο πατέρας μου επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στον στρατό κι όταν τελειώνει γυρίζει ξανά στο Μπίλεφελντ, αυτή τη φορά όμως αρραβωνιασμένος με τη μητέρα μου, την οποία γνώριζε, μιας και ήταν συγχωριανή, από τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα μου αποφασίζει να ακολουθήσει τον πατέρα μου στη Γερμανία, γεγονός που ωθεί και τη δική της οικογένεια να μεταναστεύσει στο Μπίλεφελντ.
Ενώ οι γονείς μου σχεδιάζουν τον γάμο τους, τη γιαγιά μου, Σοφία Λίλλη, χτυπά ένα αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της. Ο γάμος αναβάλλεται για εκείνη τη χρονιά, η απώλεια της γιαγιάς προκαλεί μεγάλη θλίψη στην οικογένεια, παρ’ όλα αυτά η ζωή συνεχίζεται κι έναν χρόνο αργότερα τελείται ο γάμος στη νεοϊδρυθείσα ορθόδοξη εκκλησία της πόλης. Ακολούθησε ένα σεμνό γλέντι, με καλεσμένους μόνο τους συγγενείς κι ένα χρόνο μετά έρχομαι στον κόσμο εγώ.
Επειδή όμως σκοπός των γονιών μου και των υπόλοιπων συγγενών ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, εκεί γύρω στον έκτο μήνα της ζωής μου επιστρέφω την Αθήνα με τους γονείς της μητέρας μου, ενώ εκείνοι συνεχίζουν να εργάζονται στο Μπίλεφελντ για τα επόμενα πέντε χρόνια, μέχρι που επιστρέφουν οριστικά κι αυτοί στην πατρίδα.
Έτσι λοιπόν, αρχίζει η ιδιαίτερη σχέση μου με αυτή την άγνωστη πόλη, το Μπίλεφελντ της Γερμανίας, από την οποία δεν έχω φυσικά καμία ανάμνηση, αλλά συνεχίζει να με ακολουθεί, μιας και όποτε μου ζητούν να δηλώσω τον τόπο γέννησής μου, αναφέρω αυτό το περίεργο στο άκουσμα όνομα της πόλης που γεννήθηκα.
Και μιας και δεν είχα την ευκαιρία ως παιδί ή αργότερα ως έφηβος να την επισκεφτώ, παρ΄ όλο που δυο θείες μου, αδερφές του πατέρα μου, ζούσαν εκεί, δημιουργήθηκε μέσα μου ένας μύθος γι΄ αυτήν τη μακρινή πόλη, όπου έζησα τους πρώτους μήνες της ζωής μου. Από αφηγήσεις των δικών μου, είχα φτιάξει στο μυαλό μου μια φανταστική πόλη, όπου το χιόνι δεν έλιωνε όλους τους χειμερινούς μήνες, όπου υπήρχαν έλατα στους κήπους των σπιτιών και καμινάδες ψηλές μέχρι που άγγιζαν τον ουρανό, οι εσωτερικοί τοίχοι των σπιτιών ήταν επενδυμένοι με πολύχρωμες ταπετσαρίες, μύριζε παντού κανέλα και καμένο ξύλο και οι άνθρωποι ήταν ψηλοί σαν γίγαντες. Θυμάμαι μάλιστα, μικρός, επειδή είχα ξανθά μαλλιά, έλεγα όλο περηφάνια πως είμαι Γερμανός, προφέροντας το όνομα Μπίλεφελντ με στόμφο, σαν κάτι το εξωτικό, που μόνο εγώ είχα την τιμή να γνωρίζω σε σχέση με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.
Τα χρόνια πέρασαν, μετακομίσαμε από την Αθήνα στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής των δικών μου, και στα είκοσι δύο μου συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Γνωρίζω, μέσω της ξαδέρφης μου που ζούσε στο Μπίλεφελντ, τη Μάρθα. Δηλαδή δεν την γνωρίζω ακριβώς, μιλώ μαζί της στο τηλέφωνο, την περίοδο που η ξαδέρφη μου είχε έρθει για διακοπές σε εμάς, και νιώθω βαθιά μέσα μου την ανάγκη να τη γνωρίσω. Εκείνη την περίοδο, έτυχε να έχουμε ως οικογένεια μεγάλα οικονομικά προβλήματα κι ο πατέρας μου αποφασίζει να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Και πού αλλού φυσικά; Μα στο Μπίλεφελντ. Το αρχικό σχέδιο ήταν να μείνω εγώ πίσω και να συνεχίσω την οικογενειακή επιχείρηση, όμως τελικά, θέλοντας να γνωρίσω και τη Μάρθα, αλλά και την πόλη όπου γεννήθηκα, αποφασίζω να τους ακολουθήσω. Κι έτσι, μετά από είκοσι δύο χρόνια, αντικρίζω για πρώτη φορά το Μπίλεφελντ.
Θυμάμαι έντονα εκείνο το βράδυ της 13ης Ιανουαρίου του 1996. Το λεωφορείο έφτασε στον σταθμό, όλα ήταν τυλιγμένα σε μια πυκνή ομίχλη, κι όπως ήμουν κουρασμένος από το τριήμερο ταξίδι, ένιωσα αρχικά κάτι το απόκοσμο, λες και είχα χαθεί σε έναν σκοτεινό τόπο, όπως εκείνων των παραμυθιών των αδερφών Γκριμ. Μέχρι να βρούμε διαμέρισμα, φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι της θείας μου. Κι όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε μέσα μου αυτό το αίσθημα της αβεβαιότητας μπροστά στο άγνωστο. Τελικά, το Μπίλεφελντ δεν ήταν όπως το είχα πλάσει με τη φαντασία μου. Δεν έφταναν οι καμινάδες μέχρι τον ουρανό, ούτε το κατοικούσαν γίγαντες. Το ότι δεν μιλούσα τη γλώσσα -ούτε μια λέξη δεν γνώριζα- ενίσχυσε ακόμα πιο πολύ αυτή την αβεβαιότητα. Η αλήθεια είναι πως, αν δεν είχα γνωρίσει τη Μάρθα κι αν δεν την ερωτευόμουν, θα είχα επιστρέψει άρον άρον στην Ελλάδα.
Θυμάμαι έντονα εκείνες τις πρώτες μέρες. Με ενοχλούσε που δεν άκουγα ελληνικά τραγούδια στο ραδιόφωνο, φοβόμουν μήπως χαθώ στους άγνωστους δρόμους, είχα θυμώσει που πίνανε μόνο εμφιαλωμένο νερό κι αυτό με ανθρακικό, μικρά πράγματα της καθημερινότητας, που ίσως ακούγονται γελοία, αλλά εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο φάνταζαν βουνά απροσπέλαστα. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος όπου μέναμε, μια ηλικιωμένη Γερμανίδα, δεν βοήθησε στο να αλλάξει τη διάθεσή μου. Από την πρώτη μέρα, έκανε παράπονα ότι ακούω υπερβολικά δυνατή μουσική, επιβάλλοντάς μου να χαμηλώσω την ένταση, όπως και ρητή απαγόρευση να μη βάζει η μητέρα μου στο φαγητό σκόρδο λόγω της έντονης μυρωδιάς.
Δεν είναι εύκολο να εγκαταλείπεις συνήθειες χρόνων, αναγκασμένος να προσαρμοστείς σε νέες συνθήκες, πρωτόγνωρες, σε σχέση με ό,τι έζησες πριν. Μπορώ να καταλάβω πώς νιώθει εκείνος που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή του. Δεν είναι εύκολο. Αλλά ο άνθρωπος είναι προσαρμοστικό ον. Και, όσο περνούσε ο καιρός, άρχισα να συνηθίζω και όσα μου φαίνονταν κάποτε περίεργα τα αποδεχόμουν, πλέον, μερικές φορές ακόμα και με χιούμορ.
Λίγους μήνες μετά την άφιξη μου στο περιβόητο Μπίλεφελντ, παντρεύτηκα τη Μάρθα. Μερικά χρόνια αργότερα γεννήθηκε η Νεφέλη και ακολούθησε ο Μαξιμίλιαν.
Εν τω μεταξύ, παρακολούθησα εντατικά μαθήματα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας, έμαθα την τέχνη του αρτοποιού, εργάστηκα ως φούρναρης για αρκετό καιρό, κι έτσι, χωρίς να το καταλάβω, συνειδητοποιώ σήμερα ότι πέρασαν είκοσι τέσσερα χρόνια που ζω σε αυτή την πόλη, περισσότερα από όσα έζησα στην Ελλάδα.
Η σχέση μου με το Μπίλεφελντ είναι σχέση αγάπης και μίσους. Ομολογώ πως μου αρέσουν πολύ περισσότερο άλλες πόλεις της Γερμανίας από ό,τι το Μπίλεφελντ. Για παράδειγμα, οι πόλεις της Βαυαρίας, στους πρόποδες των Άλπεων. Όπως και θεωρώ πως το Μπίλεφελντ είναι, σε σύγκριση με άλλες πόλεις, βαθύτατη επαρχία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο που έγινε γνωστή σε όλη την Ευρώπη από τη φήμη που έβγαλε ένας φοιτητής ότι η πόλη δεν υπάρχει (η θεωρία ότι το Μπίλεφελντ δεν υπάρχει ξεκίνησε από το 1994, από τον ειδικό υπολογιστών Ακίμ Χελντ που είχε ποστάρει τη θεωρία του στο διαδίκτυο, κάνοντας πλάκα) και πως οι κάτοικοί του δεν υφίστανται στην πραγματικότητα. Παρ΄ όλα αυτά, έχω ζήσει εδώ τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής μου.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά για το Μπίλεφελντ, παραθέτω το πρώτο μέρος ενός ποιήματος, που δεν έχω δημοσιεύσει ποτέ, το οποίο φανερώνει το πώς ένιωσα τότε, όταν για πρώτη φορά ταξίδεψα για τη Γερμανία:
Bielefeld 1996 -
1.
Όταν το καράβι αναχώρησε από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας
το βλέμμα μου στάθηκε σ΄ ένα χαμόσπιτο
όπου ανάμεσα σε δυο ελιές είχαν απλώσει ρούχα σ΄ ένα σχοινί
σαν σημαιοστόλιστη πλατεία πριν την γιορτή.
Μετά όλα έγιναν μικροσκοπικά.
Ώσπου χάθηκαν εντελώς.
Δυο μέρες αργότερα το λεωφορείο περνούσε τα σύνορα Ιταλίας - Αυστρίας.
Οι Άλπεις με υποδέχθηκαν
όπως υποδέχεται ο ελέφαντας έναν ποντικό: αδιάφορα.
Το ραδιόφωνο δεν έπαιζε πια ελληνικά τραγούδια, οι εκφωνητές
μιλούσαν μια γλώσσα που θα περνούσε καιρός να συνηθίσω
με εκείνον τον σαράβαλο ήλιο που αγκομαχούσε να ανηφορίσει
σαν παμπάλαιο τρακτέρ, να φωτίσει στις μυστικές αυτές κοιλάδες
με τα παράξενα γερμανικά ονόματα στις πινακίδες.
Έφτασα στο σταθμό του Μπίλεφελντ στις τρεις τα χαράματα.
Ο ουρανός χαμηλοτάβανος και δίχως άστρα.
Οι συνεπιβάτες μου χάθηκαν ακολουθώντας τις σκιές τους στα πλακόστρωτα σοκάκια.
Έμεινα μόνος κρατώντας σφιχτά στο χέρι ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή.