Η Νίσυρος της Φιλίππας Δημητριάδη: άγρια, δύσκολη μα τόσο γοητευτική
Η Νίσυρος είναι, αναμφίβολα, νησί με πολλές όψεις και άγρια ομορφιά, νησί που κρύβει ένα ηφαίστειο στο εσωτερικό του -κυριολεκτικά. Η Φιλίππα Δημητριάδη μετρά σε αυτό μερικές από τις πιο έντονες αναμνήσεις, εμπειρίες που σίγουρα θα της μείνουν αξέχαστες και τις οποίες μας μεταφέρει, με τη δημοσιογραφική της πένα, σαν σκηνές από ταινία. Ας την ακούσουμε.
Όταν σκέφτομαι και νοσταλγώ τα ταξίδια μου, ένας είναι ο τόπος που μου έρχεται πρώτος στο μυαλό. Αυτός που καταχρηστικά αποκαλώ “νησί μου”, καθώς δεν έχω καμία καταγωγή από εκεί, η Νίσυρος. Αυτό το άγριο, απόκοσμο ηφαίστειο που τα καλοκαίρια μεταμορφώνεται σε ελληνικό νησί.
Είναι Δεκαπενταύγουστος του 2015 και το προσφυγικό στην Ελλάδα βρίσκεται στο peak του. Βρίσκομαι στη θέση του fixer μαζί με έναν Ολλανδό δημοσιογράφο και έναν οπερατέρ της κρατικής ολλανδικής τηλεόρασης στην Κω για να καλύψω τις προσφυγικές ροές που φτάνουν στο νησί. Η τοπική κοινότητα είναι εξαγριωμένη κι εγώ σε ψυχολογική κατάρρευση από τις εικόνες που αντικρίζω καθημερινά. Το ρεπορτάζ βγαίνει 14 Αυγούστου, αλλά δεν υπάρχει πτήση και πλοίο που να μας χωράει. Απελπισμένη που βρίσκομαι κολλημένη στην Κω ακούω τον Ολλανδό συνάδελφο να μου δίνει οδηγίες για να φτάσω στην Αθήνα μέσω Τουρκίας, οδηγίες που μόνο πράκτορας της MI6 θα μπορούσε να ακολουθήσει. Από τη θλίψη με βγάζει το μήνυμα ενός φίλου: “Καλά είσαι Κω; Πάρε το καραβάκι και πέρνα απέναντι! Είμαι Νίσυρο!”.
Χωρίς δεύτερη σκέψη λέω “Γεια!” στους Ολλανδούς και φεύγω για την Καρδάμαινα, το ψαροχώρι της Κω από όπου φεύγει και το καραβάκι για Νίσυρο.
Με το που περνάμε το Γυαλί κι αρχίζει να φαίνεται το Μανδράκι, η χώρα του νησιού, ένιωσα τη Νίσυρο τόπο μου. Είπα μέσα μου, “αυτή είναι μια πατρίδα”, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμη το γιατί.
Στο λιμάνι με περιμένουν ο Φώτης και η Νάντια. Δεν ήξερα ακόμη ότι θα περάσω τις 28 πιο έντονες ώρες της ζωής μου. Ότι θα περπατήσω μέσα στον μεγαλύτερο ενεργό υδροθερμικό κρατήρα στον κόσμο, τον Στέφανο. Ότι θα πάω στο πανηγύρι της Παναγιάς της Σπηλιανής, όπου οι απόδημοι Νισύριοι -που έφυγαν μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στο νησί να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αμερική- είναι όλοι ντυμένοι σαν τον Παπάζογλου (είχε σπίτι στα Νικιά), δεν αφήνουν κανένα που δεν είναι ντόπιος να σύρει τον χορό και πετάνε μονοδόλαρα μέσα σε ένα χαρτόκουτο υπέρ του μοναστηριού. Ότι θα πιω κοκτέιλ στο Αποσπέρι με την απερίγραπτη θέα. Ότι θα φάω τα καλύτερα κεφτεδάκια στην Όαση. Ότι θα πιω μπύρες στον Αντρίκο και θα μάθω τι σημαίνει “βάρδα στενοχώρια”. Και ότι θα κολυμπούσα γυμνή στην Παχιά Άμμο, στα μάτια μου, την πιο όμορφη παραλία που έχω δει.
Επέστρεψα στη Νίσυρο ένα χρόνο μετά, με αφορμή μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής μου, το “634 λεπτά μέσα στο ηφαίστειο” που διοργάνωσε το six d.o.g.s. με την υποστήριξη του Onassis Stegi. 15 μουσικοί σε κύκλο έπαιξαν μέσα στον κρατήρα Στέφανο από την ανατολή του φεγγαριού ως τη δύση του. Θυμάμαι να βλέπω τις φιγούρες των ανθρώπων κατάμαυρες και τον κρατήρα να λαμποκοπά στο φως της πανσελήνου σα να είναι μέρα, τη μυρωδιά από το θειάφι να μου μουδιάζει τα ρουθούνια αλλά να μη με ενοχλεί, αντίθετα να με κάνει να θέλω κι άλλο, κι ας ξέρω ότι δεν κάνει. Ζηλεύω τους τολμηρούς που πήραν sleeping bags για να ξαπλώσουν πάνω στον κρατήρα. Στέκομαι στη μέση του κύκλου και κλείνω τα μάτια. Για πρώτη φορά συντονίστηκα στη ζωή μου με τη Φύση. Με το φεγγάρι και τον Στέφανο.
Γύρισα πίσω με τα δύο πράγματα που ήθελα πιο πολύ απ’ όταν πάτησα πρώτη φορά το πόδι μου στο νησί, μια μινιατούρα του Στέφανου από το πωλητήριο του κρατήρα και νισυριώτικο κατσικίσιο τυρί. Γύρισα όμως και με κάτι ακόμα, ένα “Ευχαριστώ” από τον άνθρωπο που ζήσαμε μαζί αυτή την εμπειρία. Μου έγραφε, ενώ εγώ επίνα καφέ στο Μανδράκι, χωρίς να το ξέρω, μέχρι να ‘ρθει το καραβάκι που θα μας πήγαινε πίσω στην Καρδάμαινα (δεν εγκατέλειψα αυτόν τον τρόπο μετάβασης στο νησί ούτε την τρίτη φορά που την επισκέφτηκα το 2018), πάνω σε μία γραφική καρτ ποστάλ “Σε ευχαριστώ που με έφερες σε αυτό τον τόπο”. Είναι ένα πολύτιμο δώρο αυτή η κάρτα, γιατί μοιράστηκα το δέος μου για την άγρια, δύσκολη μα τόσο γοητευτική Νίσυρο με κάποιον ακόμη και του χάρισα τις ίδιες αναμνήσεις με τις δικές μου.
Έχω βουτήξει στον πιο πηχτό γαλαξία από την πίσω πλευρά ενός τζιπ πηγαίνοντας προς το πανηγύρι του Εμπορειού. Έχω βρει τις καλύτερες ελαφρόπετρες στο Αυλάκι. Έχω δει ένα από τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα στους Χοχλάκους. Έχω κάνει εμετό από το πολύ αλκοόλ στις Λυές, απέναντι από την Όαση, στην οποία έχω επίσης χορέψει μέχρι τελικής πτώσης. Έχω μείνει στο τελευταίο σπίτι στα Νικιά, δίπλα από το Μουσείο, αλλά και στα Λουτρά -σε ένα κάδρο πάνω από το παράθυρο της κουζίνας στα Λουτρά, κρέμεται η πιο ευτυχισμένη γάτα του κόσμου. Είναι άσπρη, έχει κλειστά τα μάτια και απολαμβάνει με μία απίστευτη ικανοποίηση το αεράκι πάνω σε ένα βράχο. Έχω γνωρίσει τους πιο ωραίους ανθρώπους κάνοντας ωτοστόπ. Έχω τρομάξει όσο ποτέ βλέποντας έναν τράγο μέσα σε ένα παρεκκλήσι, να μασουλάει κάτι αμέριμνος και μέσα στα σκοτάδια του νησιού έχω περάσει ένα ζευγάρι που φιλιέται για μαυροντυμένη γιαγιά.
Θέλω να επιστρέφω στη Νίσυρο όσο πιο συχνά γίνεται και να μοιράζομαι το νησί με εκείνους που αγαπώ. Ένα κομμάτι της καρδιάς μου το έχει ο κρατήρας Στέφανος.
*H Φιλίππα Δημητριάδη είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Αρθρογραφεί σε έντυπα και online περιοδικά από το 2009, καλύπτοντας κυρίως θέματα αστικής και ποπ κουλτούρας. Αυτή την περίοδο μπορείς να διαβάσεις άρθρα της στο oneofus.gr. Περιστασιακά της αρέσει πολύ να επιλέγει μουσική στα μπαρ της Αθήνας για να κάνει τους ανθρώπους να χορεύουν.