Η Αλβανία της Γεωργίας Δρακάκη
Η πολυταξιδεμένη Γεωργία Δρακάκη, που κουβαλά πάντα στις αποσκευές της την πένα της, μοιράζεται με το FollowGeorge.gr ένα ταξίδι... σχετικά αντιδημοφιλές, που, όμως, την έχει σημαδέψει. Από την πρώτη πρωτεύουσα της Αλβανίας στα πολύβουα Τίρανα, καταγράφει διαδρομές και συναντήσεις με ξεχωριστούς ανθρώπους. Αφορμή για όλα αυτά, ένας έρωτας.
Ποιος Έλληνας πάει διακοπές στην Αλβανία; Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος “Μιρουπάφσιμ” πήγε για να τιμήσει τους φίλους του τους Αλβανούς που τόσο τους βοήθησε στο ξεκίνημά τους στην Αθήνα. Αλβανία: τόπος, στον νου μου, χωριάτικος, κλειστοφοβικός και τρομαγμένος, τόπος που έστειλε τους ανθρώπους του στα πέρατα της γης, τόπος όπου ματαιώθηκε ο κομμουνισμός, με τον λανθασμένο τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε.
Ο άντρας που αγαπώ γεννήθηκε λίγα χιλιόμετρα πέρα από την Καστοριά, σε έναν τόπο μαγικό, που τον λένε Κορυτσά ή, στην μητρική του γλώσσα, Korçë (Κόρτσε). Αν γεννιόταν λίγο πιο κάτω, θα ήταν Έλληνας, αλλά όλες του οι χάρες κι όλα τα ζόρικά του που ερωτεύτηκα πηγάζουν από το κράμα του ως γεννήματος θρέμματος Αλβανού, ο οποίος ήρθε στα 7 του χρόνια στην Ελλάδα, στην Αθήνα.
Προσεγγίζουμε με τον Χρήστο και τη μητέρα του την πανέμορφη Παρασκευή Αγιάζι από το Μπεράτι, την Κορυτσά. Περνάμε τα σύνορα, είναι άνοιξη αρχές, κάνει ακόμα πολύ κρύο. Η Κορυτσά σκοτεινή και με ήχους εξοχής να την επενδύουν. Τα περισσότερα σπίτια μοιάζει να αφέθηκαν στη μέση όταν κατασκευάζονταν: οικοδομές με δύο ή τρεις ορόφους, χωρίς πόρτες, χωρίς πιλοτή, κάγκελα. Άβαφα τούβλα γύρω γύρω. Σαν γιαπιά. Έτσι είναι και το σπίτι του καλού μου. Μας υποδέχεται ο Βλαδίμηρος Στέργιο, αυτός ο υπερήφανος Κορυτσάνος με τις ελληνικές ρίζες που αποτυπώνονται καθαρά πάνω στο σχήμα των ματιών του. Ανεβάζουμε τις βαλίτσες από τις σκοτεινές σκάλες κι ένα σπίτι μικρό, ζεστό, υπέροχο μας υποδέχεται.
Το επόμενο πρωί, μια δυνατή φωνή που μιλά αλβανικά με ξυπνάει. Σηκώνομαι και από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας βλέπω την Κορυτσά στο φως της μέρας. Σαν παραμύθι γεμάτο χρώματα. Παραμύθι αγνό και άβγαλτο, γραφικό πολύ και ήμερο. Στην άκρη του δρόμου έχει ένα οικόπεδο μικρό, περιφραγμένο και βόσκει ένας γαϊδαράκος. Ένα αυτοκίνητο περνάει με ταχύτητα και σκορπά στη γειτονιά μουσική στη διαπασών.
Η Κορυτσά ήταν η πρώτη αλβανική πρωτεύουσα, κάτι σαν το δικό μας Ναύπλιο. Καλλιτέχνες και σημαντικοί πολιτικοί την κατοίκησαν και φρόντισαν να την ομορφύνουν: δεν λέγεται τυχαία “πόλη των μουσείων”. Σε αυτή την πρώτη επίσκεψη, όμως, δεν έχω όρεξη να χωθώ σε καμία συλλογή και σε καμία πινακοθήκη. Θέλω βόλτα στους πεζοδρόμους, στα συντριβάνια, θέλω να πάω στο παζάρι της και να ψωνίσω τοπικά προϊόντα, να φάω το πιο νόστιμο τηγανιτό κεφτεδάκι του κόσμου (το περίφημο κερνάτσκα) από ένα μαγαζάκι που δεν το πιάνει το μάτι σου, όρθια, στη λαδόκολλα. Να πιω καφέ, να δω για πρώτη φορά στη ζωή μου τους Αλβανούς στον τόπο τους, τους Αλβανούς και τις Αλβανίδες που ακόμα κριτικάρονται στον τόπο μου, ως κατώτεροι από τους Έλληνες, ως άξιοι να μας πλένουν και να μας βάφουν τα σπίτια και ως εκεί, ως λαός που διαφέρει από εμάς τους πολιτισμένους.
Μέχρι να ομολογήσει η σούπερ σταρ Ελένη Φουρέιρα την καταγωγή της, νομίζαμε πως οι γυναίκες της Αλβανίας είναι άσχημες και ταπεινές. Θα ήθελα πολλοί από εσάς που διαβάζετε αυτή τη στιγμή να δείτε την κορμοστασιά και τη λεβεντιά των γυναικών που συνάντησα στους δρόμους, όχι μόνο της Κορυτσάς, αλλά και των Τιράνων. Ναι, πήγαμε και Τίρανα, για έναν γάμο. Παντρευόταν η ξαδέλφη του Χρήστου. Αυτή τη διαδρομή από Κορυτσά-Τίρανα, από την παλιά στη νέα πρωτεύουσα αυτής της κουρασμένης χώρας που επιχειρεί να σταθεί στα πόδια της, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Περάσαμε από μικρές πόλεις και χωριά, είδα στον δρόμο ανθρώπους με κάρα και πολλά σκυλιά, παιδιά να τρέχουν όπως στις ταινίες του Φελίνι, είδα τοπία θαυμάσια, πράσινα και μελιά και δακρυσμένα, ασορτί με τα χρώματα της φύσης και της πάχνης στην Ήπειρό μας. Θολούρα έμπνευσης ο ουρανός, σκουπίδια στην άκρη του δρόμου, ένα σαστισμένο μεταβιομηχανικό πλην φτωχοποιημένο τοπίο που, λιγάκι στο μπέρδεμα, επιχειρεί να γράψει από την αρχή την ιστορία του.
Άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες που έχω δει με εντυπωσίασαν περισσότερο, όπως η Σόφια για παράδειγμα. Άναρχα κτήρια, ατμόσφαιρα ελληνικών 80s στα σημεία και, σε ορισμένα άλλα, ακόμα και 60s. Αρκετά ξενοδοχεία, φαστφουντάδικα, ακριβά αυτοκίνητα, πανεπιστήμια, καταπράσινα πάρκα, τουρίστες διάσπαρτοι, ξεναγοί έξω από το σπίτι του Χότζα, δαιδαλώδη στενά και φορτωμένοι από κίνηση δρόμοι. Αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε μια τεράστια ελληνική επαρχία που έμεινε λίγο πίσω χρονικά, όμως, παράλληλα, βλέπω οικοδομική άνθιση, καφέ που καμώνονται τα μοντέρνα, clubs σαν αυτά όπου πήγαινα μαθήτρια με φωτεινές επιγραφές και μεταλλικά σκαμπό.
Ό,τι αγαπώ είναι οι αλβανικές πίτες με το ανεπανάληπτο φύλλο και γέμιση ντομάτα-κρεμμύδι ή πράσο-τυρί. Και φυσικά, έχω αδυναμία στα αλβανικά, παραδοσιακά τραγούδια. Τα χορεύω στον γάμο, μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας καλοντυμένων αστών με ακριβά κοστούμια και αψεγάδιαστο μακιγιάζ στον γάμο της εξαδέρφης. Όμως, παίζουν από τα μηχανήματα του dj. Μας σερβίρουν φαγητά ευρωπαϊκά, μπαλοτίνες κοτόπουλο και σαλάτες με περίεργες σως.
Οι Αλβανοί φλερτάρουν με μια στροφή από την παράδοση, στις νέες τάσεις, αισθάνονται Ευρωπαίοι κι ας μην είναι ακόμα επίσημα.
Τα συναισθήματά τους για την Ελλάδα μπερδεμένα. Όσοι έχουνε δικούς τους σε εμάς, ξέρουν ότι δεν τους έχουμε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Μαθαίνω ότι τους Αλβανούς που πήγαν Ελλάδα και επιστρέφουν κάποια στιγμή στην Αλβανία, τους λένε υποτιμητικά “Γιώργηδες”. Οι “Γιώργηδες” είναι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που στην πατρίδα μου τους θεωρούν για πάντα παρείσακτους και στη δική τους “Ελληνάκια”.
Στην επιστροφή από τα Τίρανα, για την τελευταία μας νύχτα στην Κορυτσά, ο Βλαδίμηρος αγοράζει φρέσκο ψάρι από το Πόγραδετς. Λίμνη ειδυλλιακή και το ψάρι λουκούμι. Τα τηγανίζουμε όταν επιστρέφουμε αργά το βράδυ, τα τρώμε με ντομάτα και ψωμί και αυτό είναι ένα από τα πιο νόστιμα δείπνα της ζωής μου. Η μαμά του Χρήστου κοιμάται, κατάκοπη, στον καναπέ μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση που μεταδίδει ειδήσεις.
Θέλω να ξαναπάω στην Αλβανία, αισθάνομαι οικεία εκεί.
Τις λίγες ημέρες που έζησα, ήμουν η “Ελληνίδα” μες στους Αλβανούς -οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Αισθανόμουν άνετα, με τον ίδιο τρόπο που αισθάνθηκα άνετα και το εξάμηνο παραμονής μου στην Istanbul. Η φιλοσοφία ζωής μου είναι πλησιέστερη με αυτών των λαών, αγαπώ τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, μου αρέσουν οι δυνατές ομιλίες, το συγκινησιακό κλίμα με το οποίο περιβάλλονται οι συναντήσεις των ανθρώπων και η τέχνη τους.
Λίγο πριν φύγουμε από τη σκονισμένη Κορυτσά, επισκεπτόμαστε την ηλικιωμένη αδερφή του Βλαδίμηρου που βουρκώνει όταν βλέπει τον ανιψιό της, τον Χρήστο. Του αγγίζει το πρόσωπο, τον χαϊδεύει. Μας προσφέρει σοκολατάκι, το σαλονάκι της είναι πεντακάθαρο και τακτοποιημένο. Με τα ελάχιστα αλβανικά μου της λέω ευχαριστώ και ότι μου αρέσει ο τόπος της. Νιώθει όμορφα. Κι εγώ. Το σπίτι της μου θυμίζει αυτό της θείας της Νίτσας, της γυναίκας του αδελφού της προγιαγιάς μου. Οικειότητα, γλύκα, αναμνήσεις.
Σε όποιον τόπο έχει κανείς δικούς του ανθρώπους περνά όμορφα. Η Αλβανία αξίζει για ένα διαφορετικό ταξίδι με το αυτοκίνητο. Διαμονές από πόλη σε πόλη, γαστρονομικές εκπλήξεις, χορός, τραγούδι και η πιο δυνατή ρακή του κόσμου. Πολύ αρνί, πολύ ζυμάρι. Νέοι άνθρωποι τρομακτικά μορφωμένοι και ενημερωμένοι. Τα όμορφα, μεγάλα χέρια των αντρών, το ερωτικό βλέμμα των γυναικών. Οι αυστηρές παραδόσεις, αλλά και το γενναίο σπάσιμό τους κατά τόπους. Η αγάπη φτιαγμένη από υλικά πολύ, πολύ κοντινά με τα δικά μας. Πολλά παιδιά, αδέρφια, θείοι, γιαγιάδες, παρέες. Η εργατικότητά τους, η φαντασία τους, η ξεροκεφαλιά τους, η ομορφιά τους, οι φόβοι τους, η υπερηφάνειά τους.
Κατάγομαι από την Ελλάδα, με ρίζες από την Κρήτη, με ρίζες από τη Μάνη, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη. Αγάπησα έναν άνθρωπο που κατάγεται από την Αλβανία. Ο έρωτας χτίζει γέφυρες και δημιουργεί καινούργιες πατρίδες. Κι η Αλβανία, πια για μένα, είναι πατρίδα μου, είναι τόπος μου, είναι κομμάτι μου. Την αγαπώ. Την προτείνω. Η ραχοκοκαλιά της και το πνεύμα των ανθρώπων της μοιάζει με αυτό το παραδοσιακό τραγούδι που υμνεί τη φύση και τον έρωτα: