Το χειρότερο ταξίδι που έχει κάνει ο Θανάσης Λυσανδρόπουλος είναι η Βραζιλία
Ηθοποιός αλλά και γεωπόνος, ο Θανάσης Λυσανδρόπουλος είναι το νέο People της εβδομάδας! Είναι λάτρης των ταξιδιών και μεγάλο του όνειρο είναι να φτάσει μια μέρα στο αεροδρόμιο και να επιλέξει τυχαία έναν προορισμό. Τον γνωρίζω και τον θαυμάζω χρόνια -κυρίως για το χιούμορ του απέναντι στη ζωή- αλλά το αποκορύφωμα της γνωριμίας μας ήταν ένα ταξίδι στο Βερολίνο, πριν σχεδόν πέντε χρόνια, που ήταν άκρως επεισοδιακό. Στο FollowGeorge.gr εξομολογείται μια ιστορία που την αφηγείται συχνά στην παρέα, αλλά δεν παύει ποτέ να κερδίζει το ενδιαφέρον. Η Βραζιλία, ή καλύτερα μια πόλη της, έμελλε να γίνει, κυριολεκτικά, το χειρότερο ταξίδι της ζωής του.
Το χειρότερο ταξίδι της ζωής μου!
Πώς ορίζεται ένα ταξίδι ως ‘’το χειρότερο’’; θα πει κάποιος... ‘’Δεν πέθανες κιόλας’’. Σίγουρα δεν πέθανα, αλλά από ένα σημείο και μετά πίστευα μέσα μου πως θα συμβεί κι αυτό. Όντως το πίστευα.
Ήταν το μακρινό-κοντινό έτος 2013. Ξέρεις, τις εποχές των μνημονίων, των εκλογών και της ανόδου της ακροδεξιάς, αλλά και της πρώτης νιότης που σχεδόν σε προστάζει να κάνεις όσα περισσότερα ταξίδια μπορείς. Έχοντας στις αποσκευές μου ήδη ένα Erasmus στην Πολωνία (το ομορφότερο ταξίδι της ζωής μου) έψαχνα την ευκαιρία να φύγω και πάλι. Φοιτητής του Γεωπονικού ακόμη, τελευταίο έτος (νόμιζα) και έψαχνα αντίστοιχα προγράμματα πρακτικής στο εξωτερικό. Βρήκα το πρόγραμμα του IAESTE, από όπου ανάλογα με την κατάταξή σου στη λίστα των συμμετεχόντων επιλέγεις μια έτοιμη θέση πρακτικής στο εξωτερικό. Όταν έφτασε η σειρά μου, είχα να επιλέξω ανάμεσα στην Τυνησία και τη Βραζιλία. Μπορούσα φυσικά να μην επιλέξω και καμία, όμως είπαμε, ήμουν 22 χρονών και διψούσα για νέες εμπειρίες! Βραζιλία it is!! Και συγκεκριμένα η μαγευτική Vicosa. Και αν αναρωτιέσαι πού βρίσκεται αυτή η Vicosa, μπες στο google maps, πάτα ‘’μέση του πουθενά’’ και ίσως και να τη βρεις.
‘’Πού θα πας παιδάκι μου;’’, ‘’Είχα έναν φίλο που πήγε εκεί και τον μαχαίρωσαν’’, ‘’Είχα έναν φίλο που τον πυροβόλησαν’’, αλλά και ‘’Θα περάσεις καταπληκτικά’’, ‘’Θα είναι εμπειρία ζωής’’, μερικές από τις αντιδράσεις των φίλων μου.
Η βαλίτσα έτοιμη, η μητέρα μου με πηγαίνει μέχρι το αεροδρόμιο και το ταξίδι μου... επεισοδιακό. Επειδή μπορώ να μιλάω για ώρες για αυτό το ταξίδι των τριών αεροπλάνων και του ενός λεωφορείου, θα αναφέρω μόνο αποσπασματικά λίγες εικόνες. Τον πίνακα αναχωρήσεων να δείχνει πως καθυστερεί η πτήση για Λονδίνο, εμένα να βγαίνω από το αεροπλάνο πριν και από την Business Class για να προλάβω τη δεύτερη πτήση, να τρέχω μέσα στο Heathrow λουσμένος στον ιδρώτα, να μπαίνω στο αεροπλάνο για Σάο Πάολο τελευταία στιγμή και χωρίς check in. Μωρά να κλαίνε στα βραζιλιάνικα στη 13ωρη πτήση. Όχι ότι αν έκλαιγαν στα ελληνικά θα είχε διαφορά, αλλά τουλάχιστον μία σωστή μεταγλώττιση δεν θα είχε τόσο θόρυβο. Στο Σάο Πάολο η βαλίτσα μου βολοδέρνει μόνη της πάνω σε έναν ιμάντα, ενώ με είχαν διαβεβαιώσει στην Ελλάδα πως η βαλίτσα θα έφτανε κατευθείαν στο Belo Horizonte. Στο τρίτο αεροπλάνο μου προσέφεραν καραμέλα ούζο. ‘’Α ρε πατρίδα’’ αναφώνησα, λες και ήμουν 10 χρόνια ομογενής του εξωτερικού. Στις αφίξεις στο Belo Horizonte, ψάχνω μέσα στο πλήθος το αγόρι που θα με περίμενε για να με πάει στα βραζιλιάνικα τα ΚΤΕΛ. Να σημειώσω σε αυτό το σημείο πως το 2013 δεν είχα smartphone!!! Επομένως, το μόνο που ήξερα ήταν το όνομά του και προσπαθούσα να θυμηθώ και τη φωτογραφία που είχε στο προφίλ του στο fb. Ακόμα και στις Νύφες δηλαδή, μια φωτογραφία του γαμπρού την είχανε μαζί τους.
Ο σταθμός των ΚΤΕΛ, λίγο χειρότερος από εκείνον της Λιοσίων. Αγγλικά μηδέν. Συνεννοήθηκε εκείνος και μου έβγαλε εισιτήριο και εκεί ξαφνικά συνειδητοποίησα πως φοβάμαι. “Μπορείς να μείνεις μαζί μου μέχρι να φύγει το λεωφορείο;’’ “Φυσικά.’’ Λίγο πριν επιβιβαστώ, τον αγκάλιασα και τον ευχαρίστησα θερμά για ότι έκανε για μένα. Δάκρυσα. Όντως φοβόμουν. 6 ώρες στο λεωφορείο. 6 ώρες δίπλα σε τροπική βλάστηση, στροφές, γκρεμούς. Κάθε φορά που σταματούσε το λεωφορείο κοιτούσα τις παραγκουπόλεις έξω και ρωτούσα τους συνεπιβάτες ‘’Vicosa??’’ και εκείνοι έγνεφαν αρνητικά. Όταν επιτέλους πήρα ένα καταφατικό γνέψιμο, κατέβηκα. Μπήκα σε ένα ταξί και έφτασα στο σπίτι που θα έμενα. Οι συγκάτοικοί μου θα ήταν τελικά 5 Βραζιλιάνοι. Υπό άλλες συνθήκες θα χαιρόμουν, αλλά στην προκειμένη συνειδητοποίησα πως δεν ήθελαν και πολύ να ασχοληθούν μαζί μου. Μου έδειξαν απλώς το δωμάτιό μου. Ένα κρεβάτι, μια μικρή ντουλαπίτσα και ένα παραθυράκι που έβλεπε... σε φωταγωγό. Τους ζήτησα τον κωδικό του wifi, να ανοίξω το laptop να στείλω στους δικούς μου ότι έφτασα. Μου είπε ο ένας που μιλούσε ελάχιστα αγγλικά με πολλή προσπάθεια πως δεν δούλευε το Internet “Δεν ξέρουμε γιατί, μάλλον δεν το πληρώσαμε’’. Στέλνω ένα sms στην αδερφή μου “Έφτασα, όλα καλά’’. Τους λέω πως θα κάνω ένα μπάνιο και μου λένε πως δεν έχει νερό. ‘’δεν πειράζει, ας είναι και κρύο’’ λέω, “Όχι, δεν έχει νερό, δεν ξέρουμε γιατί, χθες έβρεχε’’ μου απαντάνε και εκεί δεν κατάλαβα αν το ότι έβρεχε την προηγούμενη ήταν ο λόγος που σήμερα δεν έχουμε νερό ή αν μου δήλωναν πως είμαι άτυχος καθώς τώρα δεν βρέχει και δεν μπορώ να βγω στον δρόμο να πλυθώ.
Μετά από 36 ώρες ταξίδι μπορούσα τουλάχιστον να κοιμηθώ. Μου ‘χαν πει πως εκεί θα είναι καλοκαίρι. Έκανε κρύο και σκεπάστηκα με μια πετσέτα μπάνιου. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Έβαλα τα κλάματα μπας και μου φύγει. Ξυπνούσα συνέχεια. Κατά τις 6 το πρωί το μάτι γαρίδα. Η διαφορά ώρας, βλέπεις. Σηκώθηκα να δω λίγο το σπίτι. Το σαλόνι ήταν ένας καναπές και τίποτα άλλο. Το παράθυρο στο σαλόνι έβλεπε και αυτό στον φωταγωγό. Οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, δεν ήξερα καν τότε πόσοι ήταν, δεν τους είχα δει όλους. Όταν σηκώθηκαν, μου είπαν καλημέρα και τίποτα παραπάνω. Ετοιμάστηκαν, έφυγαν και έμεινα μόνος. Σκέφτηκα να βγω έξω, να δω λίγο την πόλη, ίσως και να ήταν λίγο πιο όμορφη στο φως της μέρας. Αλλά πώς θα έμπαινα στο σπίτι αν ήθελα να γυρίσω; Δεν μου έδωσαν κάποιο κλειδί, βλέπεις. Είπαν να περιμένω μέχρι τη Δευτέρα να έρθει ο υπεύθυνος. Έμεινα λοιπόν εκεί. Χωρίς ίντερνετ, χωρίς παράθυρο στον δρόμο, χωρίς φαγητό, αλλά με νερό! Είχε έρθει ευτυχώς. Μόλις γύρισαν ζήτησα οπωσδήποτε κλειδί και δέχθηκαν να μου δώσουν ένα δικό τους.
Την επόμενη μέρα επικοινώνησα με ένα παιδί από το πανεπιστήμιο όπου θα έκανα την πρακτική μου και ήρθε και με πήρε. Ήμουν πολύ τυχερός, μου είπε, καθώς είχε ξεκινήσει να μαθαίνει αγγλικά τους τελευταίους 6 μήνες. Οι δρόμοι γύρω από το κτήριο που έμενα δεν ήταν ακριβώς δρόμοι, δεν ήταν δηλαδή άσφαλτος. Ήταν πλάκες, σαν κακοφτιαγμένοι πεζόδρομοι, όπου όμως κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα κανονικά. Πιο πέρα κάτι εγκαταλελειμμένες ράγες τρένου περασμένες από πάνω με άσφαλτο και ένα νεκροταφείο. Μόλις βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο είδα και τις φαβέλες στην πλαγιά, όχι πολύ μακριά από εκεί που έμενα. Ήταν επαρχιακή πόλη για εμάς, χωριό για εκείνους. Φτάσαμε στο Πανεπιστήμιο μέσα στο οποίο υπήρχε μία μικρή καφέ λιμνούλα. Είπα να μην την πλησιάσω για καλό και για κακό, γιατί ήδη είχα έρθει σε επαφή με την πανίδα της περιοχής, ένα τεράστιο ιγκουάνα. Οι εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου, προς μεγάλη μου έκπληξη, πολύ καλύτερες από τις εγκαταστάσεις ελληνικών πανεπιστημίων. Βρήκαμε τον καθηγητή μου, ο οποίος με καλωσόρισε, και μου είπε.. πως την επόμενη ημέρα έφευγε για τις ΗΠΑ και πως δεν θα τον ξαναέβλεπα. Αλλά να μην ανησυχώ, καθώς όλα θα πήγαιναν καλά… είπε.
Τις επόμενες ημέρες δεν βελτιώθηκε η κατάσταση. Μου είπαν πως πρέπει να πάω στην αστυνομία να δηλωθώ, αλλιώς θα πλήρωνα πρόστιμο. Όταν ρώτησα πού είναι η αστυνομία, μου είπαν πως είναι σε μια πόλη 2-3 ώρες από εκεί. Έπρεπε να πάω με κάποιον τρόπο εκεί και το χειρότερο... έπρεπε να βρω τρόπο να συνεννοηθώ, καθώς ΚΑΝΕΙΣ σε αυτήν τη χώρα δεν μιλούσε και δεν καταλάβαινε Αγγλικά. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα μόνος μου. Πήγα να φάω στο καλό τους εστιατόριο, που βρισκόταν σε μια εξέδρα πάνω από ένα βενζινάδικο, και παρήγγειλα στην τύχη. Σε ό,τι και να φας στη Βραζιλία σού έχουν συνοδευτικό τα φασόλια. Με τους συγκάτοικούς μου εγκαταλείψαμε αμφότεροι κάθε προσπάθεια για επικοινωνία. Στο πανεπιστήμιο μού έδειχναν απλώς έναν πάγκο να καθίσω με το laptop μου και αυτό ήταν όλο. Τότε μου είπαν πως στο πανεπιστήμιο γινόταν μάθημα Πορτογαλικών. Πέταξα απ΄ τη χαρά μου. Όχι γιατί θα μάθαινα Πορτογαλικά, αλλά γιατί αυτό σήμαινε πως θα υπήρχαν και άλλοι “ξένοι’’!!! Εγώ... και ο καθηγητής. Ο καθηγητής Πορτογαλικών ήταν ένα παιδί γύρω στα 19. Διάβαζε κείμενα στα Πορτογαλικά και με ρωτούσε αν υπάρχει κάποια λέξη που δεν καταλάβαινα. Όταν του είπα πως δεν καταλαβαίνω καμία λέξη, απλώς συνέχισε με τα υπόλοιπα κείμενα.
Θες η μοναξιά, θες η ηλικία μου τότε, θες το ότι δεν μου μιλούσε κανένας, θες που ο συγκάτοικός μου έβλεπε Dexter, θες οι πυροβολισμοί που άκουσα μια μέρα στον δρόμο, θες που μου είπαν να μην κυκλοφορώ και πολύ όταν πέφτει το σκοτάδι, θες αυτός ο φωταγωγός, ε μέσα μου πίστεψα πως θα πεθάνω. Ξέρω πως φαίνεται υπερβολικό τώρα, αλλά κάθε μέρα ξυπνούσα με τον φόβο πως κάτι θα συμβεί. Και το χειρότερο, κανείς δεν θα νοιαστεί.
Κάθε φορά που έκανα skype με τους γονείς μου, τους έλεγα πως περνάω πολύ όμορφα. Μέχρι που μια μέρα μίλησα με την αδερφή μου και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Της είπα πως δεν περνάω καθόλου καλά και δεν ξέρω τι να κάνω. Μου είπε να γυρίσω. “Μα είναι πολλά τα χρήματα...’’, “Θα σου τα πληρώσω εγώ’’.
13 ημέρες λοιπόν. Δεν θυμάμαι και πολλά από τις μέρες που απέμειναν. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν εξίσου επεισοδιακό. Από ένα λάθος στα εισιτήρια, έπρεπε να αλλάξω αεροδρόμιο στο Σάο Πάολο και να βρεθώ από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη. Στη Γερμανία με περίμενε η αστυνομία μόλις βγήκα από το αεροπλάνο, καθώς πίστευαν πως μεταφέρω ναρκωτικά. Μια υπάλληλος στο αεροδρόμιο του Μονάχου μού είπε πως έχει αλλάξει η πύλη μου και μου το είπε στα ελληνικά. Μόλις την άκουσα, ήθελα να την αγκαλιάσω. Είχα 5 ώρες ακόμη μέχρι την πτήση για Αθήνα. Πήγα και κάθισα στον χώρο αναμονής. Κοιμήθηκα.