Ψέματα ή ένα νησιώτικο οδοιπορικό του Μιχάλη Βρυωνίδη
“Δεν γράφω για ηλιοβασιλέματα, νόστιμα πιάτα και περιπάτους σε γραφικά στενά. Συμπάθα με. Με την ευχή να σας ικανοποιήσει” -αυτό ήταν το μήνυμα που συνόδευε το κείμενο και τις φωτογραφίες του Κύπριου συγγραφέα.
Μας ικανοποίησες με το παραπάνω, Μιχάλη. Και ευχαριστούμε για τη γλυκόπικρη μυρωδιά αλμύρας που μας έφερες.
Τοποθέτησα κάτω-κάτω τα σανδάλια, δίπλωσα μια πετσέτα την έβαλα από πάνω, έριξα ένα πουκάμισο, το μαγιό και την κολόνια μου. Έκλεισα την μικρή τσάντα και την πέρασα στον ώμο.
Αεροδρόμιο Λάρνακας, απογευματινή πτήση για Ελ. Βενιζέλος. Μετρό. Μπλε γραμμή, κόκκινη. Συγγρού-Φιξ. Βρέθηκα με τον Αντρέα.
Αράξαμε στο πλατειάκι της γειτονιάς τους. Σουβλάκια. Μπουκιά δεν πήγαινε κάτω. Τα παιδιά με ρωτούσαν πώς είμαι, τα νέα μου και τι γίνεται η δουλειά. Απαντούσα μηχανικά, σαν παλαβός. Δεν είχα όρεξη να μιλώ, δεν μπορούσα να σκέφτομαι κάτι άλλο. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν εκείνη. Την επίσκεψη που σκάρωνα.
Θα είναι στο νησί; Θα θέλει να συναντηθούμε; Κι αν δεν είναι; Αν δεν είναι μόνη; Αν, αν, αν.
Από τις 24 Απρίλη που μου έκοψε την καλημέρα, εφάρμοσε τα μπλοκ, ντιλίτ στα σόσιαλ και τα “μην με ξαναενοχλήσεις κωλόπαιδο”, χαθήκαμε. Από τις 24 Απρίλη είχαμε να μιλήσουμε και, αυγουστιάτικα, ετοιμαζόμουν να κατέβω ακάλεστος στο νησί της.
Ράντιζα τον ουρανίσκο μου με κρύες ποσότητες μπύρας σε εκείνο το σκοτεινό πλατειάκι, με τα παιδιά, και λαχταρούσα να περάσει η νύχτα όσο πιο γοργά γινόταν. Να ξημερώσει, να πάω στην πύλη 7, να πάρω το εισιτήριό μου και να παλουκωθώ στο κάθισμα του καραβιού.
Μέχρι την πρώτη στάση, Σέριφο, δεν έκανα τίποτε άλλο από το να βλέπω τη θάλασσα και τα νάζια του φρέσκου ήλιου πάνω στον κυματισμό της.
Από τη Σέριφο προς το επόμενο λιμάνι, έπιασα το βιβλίο που είχα αφήσει στη μέση με την προσδοκία να παγώσω τις σκέψεις μου.
Μαχόμουν να συγκεντρωθώ, μα οι λέξεις του Καμύ, από το Καλοκαίρι του, έμοιαζαν για τον εγκέφαλο μου με κροκάλες σε παραποτάμια διαδρομή, από όπου παλεύει να περάσει ένα μικρό συμβατικό αμάξι. Άφησα το βιβλίο και άρχισα να σκοτώνω την ώρα και την αγωνία μου με κάθε τρόπο. Παρατηρούσα τους τουρίστες. Επισκεπτόμουν την τουαλέτα τάχα για να πλυθώ. Κυλικείο. Καφές. Βόλτα μέχρι την τηλεόραση. Πίσω.
Ξανά βιβλίο, σελιδοδείκτης, κλείσιμο. Σημειωματάριο, στυλό. Λέξεις. Ασυναρτησίες. Μουντζούρες. “Έφτασα επιτέλους στο νησί σου” ήταν η τελευταία σημείωση που πήρα ενώ ο καπετάνιος έκανε τις μανούβρες για να δέσει στο λιμάνι. Οι τέσσερις ώρες του δρομολογίου μού φάνηκαν αιώνας.
Κατέβηκα από το πλοίο και τράβηξα μια βαθιά εισπνοή. Εκπνοή. Χαμογέλασα με όρεξη και αισθανόμουν πως ο μόνος μου σύμμαχος ήταν ο ήλιος που άγγιζε τα μαλλιά μου.
Περπάτησα αργά μέχρι το κατάστημά της. Στάθηκα στην βιτρίνα. Πήρε το μάτι μου μόνο τη μητέρα της.
Διστακτικά πέρασα το κατώφλι.
«Καλημέρα. Η Μελίνα;»
«Έξω, σε δουλειές. Ποιος είστε, να της πω».
«Ένας φίλος. Ευχαριστώ», ο κόμπος που είχα στο στομάχι έσφιξε κι άλλο.
Έκανα να φύγω μα κοντοστάθηκα. Γύρισα αμήχανα. «Έχει κάνα ουζερί εδώ κοντά;»
«Πολλά» έκανε η μαμά ξερά και αμέσως κατάλαβα πως κατάλαβε.
Δίχως πρόγραμμα και προορισμό, ξεκίνησα να περιπλανιέμαι στους δρόμους κοντά στο λιμάνι, 11:30 κάτω από τον κυκλαδίτικο ήλιο. Μα δεν καιγόμουν από αυτόν.
Μια καλή ιδέα ήταν να νοικιάσω μέσο να μετακινούμαι. Στο πρώτο γραφειάκι με ενοικιαζόμενα μπήκα. Μηδέν. Μπήκα και στο επόμενο. Και σε τρίτο. «Δεν έχει τίποτα τέτοιες μέρες φίλε. Μην το ψάχνεις. Αύγουστος».
Έκανα μεταβολή. Ήθελα επειγόντως μια βουτιά. Θυμήθηκα τις δημόσιες τουαλέτες στο λιμάνι. Τρύπωσα και εβγαλα το τζιν. Φόρεσα μαγιο. Μπήκα στο νερό. Σα να ξαναβαφτιζόμουν. Βγήκα, άπλωσα την πετσέτα στην καρέκλα ενός άθλιου καφε και ζήτησα τσίπουρο.
Στέγνωσα τα χέρια πρόχειρα και έπιασα το κινητό. Πληκτρολόγησα το όνομά της για να της χτυπήσω. Μετάνιωσα. «Ειμαι στο νησί σου», συνέταξα. Το πάτησα.
Μετά την αποστολή του μηνύματος, το περιβάλλον άρχισε να δείχνει οικείο, γαλήνιο. Δειλά δειλά άρχισα να συντονίζομαι. Συνειδητοποίησα πως τα τζιτζίκια με υποστήριζαν ηχητικά κι ότι τα κρυστάλλινα, κρύα, νερά μού χαμογελούσαν πίσω.
Έριξα άλλη μια βουτιά και, καθώς βύθιζα το κεφάλι, ευχόμουν όταν επιστρέψω στο τραπεζάκι μου να έβλεπα στην οθόνη το όνομά της. Τελείωσα και το τρίτο τσίπουρο, μα απάντηση δεν είχα λάβει.
Αποφάσισα πως θα έμπαινα στο μικρό πράσινο κτελ και θα πήγαινα όπου κάνει τέρμα. Έπειτα από μερικές στάσεις, μείναμε μόνο ο οδηγός, εγώ κι ο δρόμος.
Κατάλαβα πως τερματίσαμε. Κατέβηκα. Δεν υπήρχε ψυχή καμία τριγύρω. Ο ήλιος συνέχιζε να ψήνει τις πέτρες. Προσπέρασα έναν ξυπόλητο γέρο -έπινε μπύρα μόνος- χαιρετώντας τον τυπικά. Ήταν η μοναδική ένδειξη ζωής.
«Πού πας πατριώτη;» μου πέταξε αδιάκριτα.
«Σε εκείνο το εκκλησάκι». Ήταν η πρώτη απάντηση που μου ήρθε στο μυαλό και παράλληλα έδειχνα με το χέρι την λευκή σταλιά στα βράχια. Τι να του έλεγα, πως δεν έχω την παραμικρή ιδέα;
«Θα πεθάνεις μέχρι να φτάσεις». Δεν του έδωσα σημασία και συνέχισα. Στα 500 μέτρα θυμήθηκα τα λόγια του. Ξεκίνησα να περπατώ πίσω. Κάθισα αφυδατωμένος στο διπλανό του τραπέζι. Τον παρακάλεσα να μου ανοίξει μία από εκείνη που έπινε.
Έβγαλα το κινητό. Καθαρή η οθόνη. Άφησα ένα «γαμώ το» και σκεφτόμουν ότι μάλλον θα αναγκαζόμουν να αναχωρήσω από το νησί της μέχρι το βράδυ. Η Φολέγανδρος, πιο κάτω, ήταν η επιλογή. Αγαπημένη, μα θα αποβιβαζόμουν με βαριά καρδιά.
Μετά από την τρίτη μπύρα, τη φωνη του γέρου, καινούργιου μου φίλου, διέκοψε ο ήχος του sms. Άρπαξα αστραπιαία και με αγωνία το κινητό. Είδα το όνομά της στην οθόνη. Ο κόμπος στο στομάχι δυνάμωνε. Ξεκλείδωσα. «Τι εννοείς;» έγραφε το μήνυμα.
Μετά από σύντομη και ψυχρή ανταλλαγή μηνυμάτων, μου είπε πως θα ερχόταν να με πάρει με το αμάξι της από εκεί όπου βρισκόμουν. Σηκώθηκα χασκογελώντας, προχώρησα προς το ψυγείο της ταβέρνας, άνοιξα άλλη μια μπύρα για τον γέρο φίλο μου και τον αποχαιρέτησα με μια θερμή χειραψία.
“Τι κάνεις εδώ;” ήταν η πρώτη ερώτηση μόλις μπήκα συνοδηγός.
“Ήρθα να σε δω”.
“Κοίτα, έχω αρκετές δουλειές αυτές τις ημέρες, σόρρυ”.
“Πάμε να πιούμε έναν καφέ και μετά θα φύγω. Θα συνεχίσω για Φολέγανδρο”. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ο μεγαλύτερος ψεύτης του κόσμου.
Περάσαμε ένα μαγικό τριήμερο. Τόσο μαγικό, που τα κομμάτια του μυαλού και της ψυχής κάναμε χρόνια να τα μαζέψουμε.
Τον γέρο φίλο μου δεν τον ξανάδα ποτέ. Το νησί της, πλέον, μου είναι αδιάφορο και το ερχόμενο καλοκαίρι σκέφτομαι να πάω Φολέγανδρο.