FollowGeorge.gr

View Original

Κεφαλλονίτικο Diary 2: Αυστηρώς προσωπικό-βιωματικό-τραυματικο

Ημέρα δεύτερη. Μην με ρωτήσεις καν πως ξύπνησα, ή μάλλον πώς αναστήθηκα. Πρώτη επαφή με την καρέκλα του μπαλκονιού μου. Να ‘χα έναν ελληνικό καφέ. Για πρωινό κάτι κριτσίνια που είχαν ξεμείνει στην τσάντα μου. Ντους. Τριάντα δεύτερα μετά, κάτω από την Καμπάνα, ανοίγω υπολογιστή, παραγγέλνω καφέ. Για εμάς τους μετανάστες, αυτό δεν είναι καθημερινότητα, αλλά θαλπωρή, σχεδόν λύτρωση.

Αν βρέθηκες εδώ τυχαία, πριν συνεχίσεις το διάβασμα, ρίξε μια ματιά στο πρώτο κομμάτι του κειμένου, εδώ.

Μια τσάντα γεμάτη σνακ στο ένα μου χέρι, συντροφιά για τον ασθενή πατέρα μου, όπως θα ήθελα κι εγώ άλλωστε. Δεν με νοιάζει αν τα έχει ανάγκη -ξέρω πως όχι. Σε μια βεράντα εκατό τετραγωνικών, κάτω από ένα ξύλινο σκίαστρο, δυο χρόνια πως να «χωρέσουν»; Μια μικρή περίληψη, καφές νούμερο δύο. Ώρα για σιέστα, τουλάχιστον για τους μεγάλους. Εγώ σαν «μικρός», δεν έχω όρεξη για ύπνο. Βόλτα στον ήλιο, βαθιά αναπνοή. Το Λιθόστρωτο σαφώς καλύτερο από όταν το άφησα, σπάνιο πράγμα πλέον η ανάπτυξη να ομορφαίνει όντως έναν τόπο. Ίσως βλέπω την ομορφιά βέβαια γιατί έχω εγώ αλλάξει από την τελευταία φορά.

Θέα από το μπαλκόνι του δωματίου μου στο Αργοστόλι

Μαγαζιά κλειστά, μπαρ και εστιατόρια όμως όχι. Λαχταρώ μια κρεατόπιτα -δεν θα την παραγγείλω όμως, τουλάχιστον όχι ακόμα. Κεφτέδες, φρεσκοκομμένες πατάτες, σέσκουλα και Κεφαλλονίτικη φέτα. Αυτή η λαχταριστή αλμύρα της φέτας σβήνει με τοπικό κρασί, ροζέ στο χρώμα, το γεύομαι ως αντίδοτο. Ντρέπομαι λίγο που μοιάζω με Κεφαλλονίτης αλλά δεν είμαι. Πες με Αθηναίο, Καλαματιανό, Ροδίτη. Πες με Δουβλινέζο, Κεφαλλονίτη όμως όχι. Οι μύγες οι παχιές μου αποσπούν την προσοχή, κοιτώ τριγύρω για γνώριμες φάτσες αλλά δεν ξέρω κανέναν. Μίλησα λίγο στο τηλέφωνο με αγαπημένους ανθρώπους -ευχήθηκα να ήταν εδώ. Παίρνω δρόμο μοναχικό προς τα πίσω, τριγυρνώ τα πλακόστρωτα στενά, με ένα κενό βλέμμα βλέπω φιγούρες –δεν με νοιάζει τι κάνουν και τι λένε. Φτάνω στην προβλήτα, περπατώ πρώτη φορά το πλακόστρωτο -θα ορκιζόμουν πως χθες δεν υπήρχε. Βγάζω ακόμα μία φωτογραφία την επιγραφή «I LOVE KEFALONIA», αυτή τη φορά με ήλιο. Σκέφτομαι, «do I?», και προχωρώ. Στα δεξιά μου ένα καφεκοπτείο, στα αριστερά μου η θάλασσα. Γρήγορος καφές, ο τρίτος για σήμερα, σούπερ μάρκετ, μπαλκόνι ξανά. Όλοι κοιμούνται. Ώρα 8. Μου φαίνεται τρελό. Ξυπνούν ένας-ένας, στον πατέρα μου σερβίρω σε πιάτο φαγητό από την ταβέρνα που ήμουν νωρίτερα. Ήξερα πως θα χαρεί.

Η πιο όμορφη εικόνα της ημέρας, ο αδερφός μου αγκαλιά με τον γιο του, μάγουλο με μάγουλο, να τρέφεται ο πρώτος από την αγάπη του γιου, και ο δεύτερος από την προστασία του πατέρα του. Η Ήρα όρμισε καταπάνω μου, εγώ πανικοβλημένος αναζητώ ασφάλεια στα μάτια των άλλων. Κανείς δεν ανησυχεί. Στέκομαι ακίνητος, παγωμένος, φοβισμένος. Έψαχνε αγάπη, της την έδωσα. Λίγο μετά και ο Ράιλλυ, έψαχνε το άλλο μου χέρι. Με τον Ράιλλυ όμως γνωριζόμαστε, είναι κι αυτός μέρος της οικογένειας από την τελευταία φορά που ήρθα. Πάνε τέσσερα χρόνια. Σαν χθες. Ο χώρος γεμίζει από φασαρία, μια μπάλα κλοτσιέται από τοίχο σε τοίχο, τα σκυλιά αγαπημένα πια, παίζουν σαν αδέρφια.

Στο τραπέζι πια μένουμε τρεις, τα αδέρφια και η νύφη. Σαν κάπως να μεγάλωσα ξαφνικά, δεν ήμουν πια παιδί. Αποζητώ, λαχταρώ πίτσα. Ο αδερφός μου προτείνει ένα της γειτονιάς. Διαβάζω μια κριτική που λέει «Καλύτερα να πετάξεις τα λεφτά από το παράθυρό σου». Γελάμε. Προτείνω ένα άλλο μαγαζί – ευτυχώς, είναι η καλύτερη επιλογή. Περπατάμε οι τρεις μας μαζί, σαν παιδιά, όμως δεν είμαστε. Καθόμαστε σε ένα μικρό στενό, σε μια γειτονιά που δεν πατάει τουρίστας. Ξαφνικά, ένιωσα σαν Ιταλός, «δεν θα πάταγε το πόδι του εδώ πότε τουρίστας», σκέφτηκα, είναι σαν ένα συνοικιακό μαγαζί σε μια γειτονιά της Ιταλίας. Μόνο για ντόπιους. Αν και είμαστε μόνο τρεις, νιώθω πως είμαστε τέσσερις, γυρνώ στην καρέκλα μου και περιμένω να δω εσένα, Έλενα Φερράντε (σ.σ. Ιταλίδα συγγραφέας), αλλά συνειδητοποιώ πως είσαι μέσα στην τσάντα μου, τυπωμένη σε λέξεις. Γυρνώ ξανά προς τον αδερφό μου, ο οποίος κοιτά τη νύφη μου αποσβολωμένος από έρωτα. Με συγκινεί αυτή η εικόνα, προσπαθώ να είμαι «αόρατος», να τους αφήσω να ζήσουν τη στιγμή. Στην κουβέντα μας μπαίνει ένας εκατομμυριούχος Μπεν, γελάω. Σκέφτομαι πόσο μακριά είμαι εγώ από αυτή τη λέξη. Φτάνει η μπρουσκέτα – ρωτώ αν είναι όντως μπρουσκέτα. Δεν είναι. Η σερβιτόρα λέει ναι. Εντάξει. Έρχεται η σαλάτα, μια σχεδόν-αυθεντική καπρέζε. Η νύφη μου ξετρελένεται, δεν θέλω να πω τίποτα άσχημο για τη σαλάτα. Ραβιόλια με τρούφα ντύνουν τους ουρανίσκους μας, εγώ έχω ήδη χορτάσει. Η γκοργκονζόλα «προσγειώνεται» στο τραπέζι, μαζί με φλοίδες αχλαδιού, πάνω σε μια λαχταριστή πίτσα. Για μια στιγμή ξέχασα τη μοναξιά μου. Πάλι, θα ξεκλέψω χρόνο να κάνω μια τελευταία βόλτα στο Αργοστόλι. Γυρνώ επιτέλους στο δωμάτιό μου. Κοιμάμαι άτσαλα, σχεδόν κρυώνω.

Δείπνο σε Ιταλικό εστιατόριο του Αργοστολίου

Ντέι θρι και φορ: Στην προσμονή της αναχώρησής μου

Στις δύο πιο ρεαλιστικές μέρες στο νησί, ο ρόλος μου ήταν αυτός του τουρίστα που όμως είχε ξεμείνει πίσω χωρίς παρέα και χωρίς κέφι να εξερευνήσει άλλο. Σταματώ να θυμάμαι τι έφαγα, τι ήπια, τι έκανα, μιας και πάλι μόνος, είχα πλέον βαρεθεί. Στις μικρές χαρωπές στιγμές της ημέρας, η συντροφιά του πατέρα μου, κανα-δυο ιστορίες, αναμνήσεις και στόχοι – πάντα μα πάντα θα με στηρίζει, το ξέρω.

Στο καφέ λίγο πιο κάτω από το σπίτι έγινα φίλος με τη μπαρίστα, τη Μάνια. Τι ωραία τύπισσα. Θα κάνω και κάτι μικροψώνια από το καφεκοπτείο-κάβα τους, γιατί…γιατί όχι; Αν ζούσα στο νησί, θα έπαιρνα τον καφέ μου μόνο από εκεί. Συνέχισα τη βόλτα μου. Έχω ανάγκη από λίγο αλκοόλ. Η Δόμνα με κέρασε ένα ποτήρι κρασί -το τρίτο μου, και μετά από δυο μέρες ακόμα ένα, σε ένα wine bar που δεν αξίζει να αναφέρω, μιας και μόνο αυτό δεν ήταν. Μια εικοσιενάχρονη πανέμορφη, μέταλ-ροκ τύπισσα, που βρέθηκε στο νησί από τρέλα της στιγμής αλλά γυρνά πίσω στη Θεσσαλονίκη με έναν μεγάλο έρωτα, ήταν η καλύτερη μου παρέα αυτές τις λίγες μέρες. Σαν κάπως να κατάλαβε τη θλίψη μου, όπως οι γάτες, που έρχονται κοντά για να στη διώξουν. Μιλήσαμε για τους έρωτές μας, τα σχέδια, τις πατρίδες μας. Την κάλεσα και στο Δουβλίνο -τόσο γνωστο-άγνωστοι φίλοι γίναμε. Κάτι ψάρια στο γκριλ, σημαντικά για τον αδερφό μου, σημαντικά λοιπόν και για μένα. Μια αναστάτωση επικρατεί από τις πρώτες απογευματινές ώρες. Το βράδυ «έσβησε» τα φώτα του νωρίς. Δεν αντέχω τις εντάσεις, όσο μικρές και ανούσιες αν είναι. Δεν θυμώνω εύκολα πια, παλιότερα με έπνιγε ο θυμός μου.

Φρέσκα ψάρια στα κάρβουνα

Τελευταίες ώρες στο νησί, ανυπομονώ να φύγω, και ιδανικά, θα ‘θελα να πάρω και τον πατέρα μου μαζί στην Αθήνα. Περπατώ από άκρη σε άκρη την παραλία, για να μας πάρω ένα νόστιμο τελευταίο γεύμα. Καταλήγω σε ένα μαγειρείο που φημίζεται για την κουζίνα του και για την καλύτερη κρεατόπιτα του Αργοστολίου. Γεμίζω μια τσάντα φαγητό -και μια πίτα για την Αθήνα, κάνω μια γρήγορη στάση για καφέ σε ένα παραλιακό μαγαζί και γυρνώ στην ταράτσα. Και πάλι θα φύγω νωρίς, προσπαθώ να δουλέψω λίγο παραπάνω για να είμαι ξεκούραστος στην Αθήνα. Χαιρετώ τον ανιψιό μου, τον αδερφό και τη νύφη μου. Τους τελευταίους δύο θα τους ξαναδώ. Τον αδερφό μου λίγο μετά, για ένα αποχαιρετιστήριο ποτό, που ίσως να μην έχουμε την ευκαιρία να ξανακάνουμε σύντομα, αλλά και το επόμενο πρωί, στον δρόμο για το αεροδρόμιο. Καμία από αυτές τις δύο συναντήσεις δεν ήταν προγραμματισμένη, θαρρώ όμως πως ένιωσε τη θλίψη και την ανία μου και ήθελε να τις διώξει μακριά. Η νύφη μου, για ακόμη μια φορά, θα βεβαιωθεί πως φεύγω όπως ήρθα. Ο πατέρας μου θα με πάρει τηλέφωνο να μου ξαναπεί ευχαριστώ.

Μην με ρωτήσεις πότε θα ξαναεπισκεφτώ την Κεφαλονιά, δεν φεύγω ποτέ από το νησί σα να ναι η τελευταία φορά. Όταν έχεις την οικογένειά σου εδώ-ή έστω μέρος της, δεν μπορείς να ξέρεις πότε θα ξαναγυρίσεις, αλλά για κάποιο λόγο το θεωρείς δεδομένο. Φεύγοντας, ένιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, που λόγω των ενοχών μου δεν τολμούσα. Χωρίς ντροπή πια, το έβγαλα από μέσα μου, θέλω να πατήσω γη «ανεξερεύνητη» χωρίς να σκέφτομαι πως «θα ‘πρεπε να μουν Κεφαλονιά».