FollowGeorge.gr

View Original

Η Κούβα της Άντας Κουγιά βγήκε από ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα

Ένας ονειρικός, από κάθε άποψη, προορισμός από την οπτική γωνία μιας πολύπλευρης προσωπικότητας, η οποία για να τον ανασυνθέσει γυρίζει δέκα χρόνια πίσω. Η Άντα Κουγιά, όμως, δεν νοσταλγεί, γιατί κατάφερε να ζήσει την κουβανέζικη εμπειρία στο έπακρον, κρατώντας για πάντα μέσα της ακριβές και απρόσμενες στιγμές ατόφιας χαράς και αποκάλυψης ενός κόσμου που μοιάζει να έρχεται”απ’ αλλού”. Για αυτήν την Αβάνα, για αυτό το Τρινιδάδ, για αυτόν τον Τσε, για αυτή την Καραϊβική θα διαβάσεις παρακάτω.


Θα θεωρήσω αυτό το κείμενο επετειακό, καθώς έχουν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που βρέθηκα -κατά κύριο λόγο- στην Αβάνα, αλλά και σε ολόκληρη την Κούβα. Πολλές φορές έχω μιλήσει για αυτό το ταξίδι, αλλά ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να γράψω. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να το κάνω τώρα, που πέρασε ο καιρός και δεν κουβαλάω το “φρέσκο”, αλλά τη “μνήμη” που έχει ωριμάσει. Ήδη μου έρχονται εικόνες και συνειρμοί, που θα προσπαθήσω να βάλω σε μία σειρά.

Για την ιστορία, στην Αβάνα βρέθηκα, γιατί ξέρω στη ζωή μου να διαλέγω φίλους! Το 2010, η Ηλιάνα ήταν φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική και κάθε χρόνο, το ΕΜΠ διοργάνωνε ταξίδια σε χώρες με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Εκείνη τη χρονιά, οι επιλογές ήταν η Κούβα και η Νέα Υόρκη. Για καλή μας τύχη, η Ηλιάνα μάς πήρε μαζί της! Επιλέξαμε την Κούβα, όχι γιατί το φοιτητικό πακέτο ήταν πολύ φθηνό, αλλά γιατί είχαμε μια σύμπνοια απόψεων: θέλαμε να δούμε κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι πολύ μακρινό από όσα έχουμε συνηθίσει. Κι έτσι κι έγινε.

Φύγαμε μέρα και φτάσαμε μέρα (λόγω αλλαγής ώρας). Νομίζω κλείσαμε ξύπνιες κάτι λιγότερο από 24ωρο. Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, θυμάμαι στην πρώτη ανάσα να νιώθω την υγρασία του μέρους. Τις επόμενες μέρες, ξεκίνησε η περιπέτεια στην Αβάνα. Όλα τα είδαμε. Και με το γκρουπ, αλλά και μόνες μας.

Το Μουσείο της Επανάστασης, μιας επανάστασης που άλλαξε για πάντα τη χώρα και τον λαό της, το εργοστάσιο του ρουμιού (το ρούμι φτιάχνεται με βασικό συστατικό το ζαχαρότευτλο και, για καλή μας τύχη, μας έδειξαν τη διαδικασία παραγωγής), το εργοστάσιο των πούρων. Τα must see, δηλαδή, αν βρεθείς στην Αβάνα. Είδαμε και το Καπιτώλιο, είδαμε και το Εθνικό Θέατρο, το Μουσείο της Τέχνης, την παλιά Αβάνα με έντονο το αποτύπωμα των Ισπανών κατακτητών, την καινούργια, πιο εκσυγχρονισμένη Αβάνα, το Πάρκο του Λένιν... Περπατήσαμε τη διάσημη λεωφόρο Μαλεκόν τόσες φορές, που νομίζω αν ξαναπάω, θα την ξέρω απ’ έξω. Το φρούριο της Αβάνας μάς έκανε να φανταστούμε επιδρομές πειρατών. Στις πλατείες, ξεπετάγονταν παγώνια, στο δάσος της Αβάνας είδαμε τελετή “Σαντερία” (στην Κούβα, έχουν τρεις επίσημες θρησκείες. Μία από αυτές είναι η σαντερία, ένα “υβρίδιο” καθολικισμού και παγανιστικών συνηθειών).

Πήγαμε και στο Πανεπιστήμιο, όπου οι φοιτητές ήξεραν αρχαία ελληνικά. Μπήκαμε σε ταξί που ήταν βγαλμένο από ελληνική ταινία, σε λεωφορείο δεν χωρέσαμε να μπούμε. Είδαμε τα μηχανοκίνητα coco taxis, σε σχήμα καρύδας, που μπορούσαν να μεταφέρουν έως δύο άτομα κάπου, σε χαμηλή τιμή. Είδαμε όμως κι άλλο τρόπο μεταφοράς, ένα άτομο σε ποδήλατο να κουβαλάει αγκομαχώντας δύο άλλους. Μάθαμε και πολλά για την ιστορία της Κούβας, αφού ήμασταν τυχερές και είχαμε πολύ καλό ξεναγό. Όχι μόνο για τον Τσε, την Επανάσταση και πριν την Επανάσταση, αλλά και μετά. Πώς επηρέασε το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης την ίδια την Κούβα. Η δεκαετία του ‘90 ήταν η δεκαετία της μεγάλης φτώχειας, αφού σταμάτησε το εμπόριο και η Αμερική είχε κηρύξει εμπάργκο στο νησί.

Είδαμε και μάθαμε τόσα πολλά, που δεν ξέρω πώς θα τα χωρέσω στις γραμμές. Δεν ήταν μόνο ο ενθουσιασμός απέναντι σε ένα μέρος βγαλμένο από ταινία, αλλά και ο ενθουσιασμός της ηλικίας, που, για πολλές μέρες, λέγαμε και ξαναλέγαμε ότι δεν μπορεί όντως να είμαστε στην Κούβα.

Νομίζω η Αβάνα έχει την ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας του ‘50, όπως την περιγράφουν στα μυθιστορήματα. Τα μαγαζιά της, τα καφενεία της όντως έχουν μείνει 50-60 χρόνια πίσω. Το ίδιο φυσικά και τα χαρακτηριστικά αμάξια.

Όμως, στα μικρά στενά της, κρύβεται πολλή φτώχεια. Όχι δυστυχία. Αλλά φτώχεια. Άνθρωποι που έκαναν μπάνιο στον δρόμο, άνθρωποι που έβλεπαν τους τουρίστες και τους πλησίαζαν για να δουν πώς είναι ο κόσμος εκτός συνόρων ή για να κερδίσουν κάτι. Όσο κι αν το κράτος τους έχει καλυμμένες τις βασικές ανάγκες, όταν βλέπουν κάποιον με ρούχα διαφορετικά, με κινητό, με κοσμήματα, κάπως παραξενεύονται. Κάπως θέλουν κι εκείνοι αυτό που στα μάτια τους φαντάζει “πολυτέλεια”.

Οι άνθρωποι ήταν πάντα χαμογελαστοί. Μιλούσαν ισπανικά, σπάνια αγγλικά, με έναν τρόπο σα να τραγουδούσαν. Γυμνασμένοι, αδύνατοι, αφού ο χορός είναι λες και ρέει μες στο αίμα τους. Στην παλιά Αβάνα, έβλεπες χορευτές για να προσελκύσουν τουρίστες, στη μοντέρνα Αβάνα με τα αληθινά στενά της, έβλεπες εφήβους να χορεύουν σε γήπεδα μπάσκετ μόνο και μόνο επειδή γουστάρανε. Σου μίλαγαν με χαρά, σου άνοιγαν την κουβέντα κι αν είχες να δώσεις ένα πέσο για να βγάλεις φωτογραφία μαζί τους, χαμογελούσαν πλατιά.

Αν οι ελληνικοί πίνακες διακρίνονται από λευκό και μπλε, οι πίνακες των Κουβανών καλλιτεχνών, έχουν έντονο χρώμα ώχρας. Το ίδιο και ο ήλιος τους. Ένας ήλιος που καίει, από Μάρτιο μήνα, τη στιγμή που τη νύχτα, χρειάζεσαι ζακέτα, μπορεί και ομπρέλα, αν ο τροπικός καιρός έχει τα κέφια του. Ένας ήλιος απέραντος, που έχει αναγκάσει τους αρχιτέκτονες να φτιάξουν πολλές στοές και σκιερά μέρη για να παίρνει ο άνθρωπος μια ανάσα. Αν βρεθείτε ποτέ στην Κούβα, μην ξεχάσετε το αντηλιακό, με τουλάχιστον 50 δείκτη προστασίας. Και μην παρασυρθείτε και δεν βάλετε, με τη λογική ότι θέλετε να γυρίσετε στην Ελλάδα μαυρισμένοι. Ξέρω τι σας λέω.

Στην Κούβα καπνίζαμε παντού. Κυριολεκτώ. Δεν υπήρχε μέρος που να μην επιτρέπεται το κάπνισμα. Είχαμε καπνίσει τόσο πολύ, που τα τσιγάρα που είχαμε πάρει μαζί μας τελειώσαν σε χρόνο ρεκόρ. Και αναγκαστικά, επειδή δεν είχαν γνωστές μάρκες, “πέσαμε” στα πούρα και στα κουβανικά τσιγάρα. Βαριά, αρωματικά, για δυνατούς και μερακλήδες.

Το ποτό σε συνόδευε παντού. Κλασικά κοκτέιλ -pina colada, daquiri, mojito– μπορούσες να τα βρεις παντού, από τον δρόμο μέχρι το τελευταίο μπαράκι. Αγαπημένο μας στέκι: το Floridita, όπου ο Έρνεστ Χέμινγουέι απολάμβανε το αγαπημένο του ντακίρι (έτσι προφέρεται!) λεμόνι. Λένε μάλιστα ότι εκεί εμπνεύστηκε το “Ο Γέρος και η Θάλασσα”. Όμως, το πιο νόστιμο ποτό δημιουργήθηκε στην παραλία: ένας πλανόδιος σού άνοιγε την καρύδα, έπινες λίγο από το γάλα της και σου πρόσθετε ρούμι σε γενναία ποσότητα!

Τη νύχτα δεν τη ζήσαμε τόσο. Ήταν τέτοια εξάντληση από τις πρωινές εξορμήσεις, που καταφέραμε να ξενυχτήσουμε 1-2 βράδια. Που θα μείνουν κι αυτά αξέχαστα, καθώς στην Αβάνα μάθαμε ότι κέφι και χορός μάλλον γεννήθηκαν εκεί.

Όσο για το φαγητό, ομολογώ ότι δεν το απολαύσαμε. Το δυνατό σημείο ήταν τα θαλασσινά τους, τα οποία μπορούσες να τα απολαύσεις πάμφθηνα. Όμως, το κρέας τους είχε άλλη γεύση, ακόμη και τα φρούτα τους. Λογικό, αλλά περίεργο. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι αντί για τηγανιτή πατάτα σέρβιραν τηγανιτή μπανάνα… Δεν έχουν πατάτες και, μάλλον, αυτό είναι ό,τι πιο κοντινό. Όμως σας λέω με το χέρι στην καρδιά ότι τηγανιτή μπανάνα δεν θέλω να ξαναφάω στη ζωή μου.

Μέσα στο “πακέτο” της εκδρομής ήταν και το ταξίδι σε ολόκληρη την Κούβα (στα μέρη όπου μπορείς να πας, γιατί π.χ. στο Γκουαντάναμο απαγορεύεται να βρεθείς), με ένα λεωφορείο. Τελικός προορισμός το Τρινιδάδ. Σταματήσαμε σε κάποιες πόλεις να τις “αφουγκραστούμε” για λίγο, όμως οι αναμνήσεις μου περιορίζονται στις εικόνες έξω από το παράθυρο αυτού του λεωφορείου. Φοίνικες και ζαχαρότευτλα, άλογα, δρόμοι μικροί, ένα παράξενο όχημα με δυο άλογα που έσερναν μια καρότσα με δέκα άτομα, το οποίο όπως μάθαμε ήταν το ΚΤΕΛ τους... Σε αυτήν την περιήγηση, κατάλαβα ότι ήμουν πράγματι σε άλλο κόσμο και σε άλλη Ήπειρο. Αν η Αβάνα έχει μείνει 60 χρόνια πίσω, η επαρχία τους είναι 150 χρόνια πίσω. Τα αποτυπώματα της ισπανικής κυριαρχίας είχαν εξαφανιστεί, η φύση όλη ήταν διαφορετική, το σκηνικό θύμιζε περισσότερο Λατινική Αμερική, όπως την είχα δει σε ταινίες. Αν θυμάμαι κάτι έντονα, ήταν που με είχε πάρει ο ύπνος και με ξύπνησαν οι φίλες μου: “Άντα, δες, καβούρια”. Είχαμε πάρει το δρόμο για το ξενοδοχείο στο Τρινιδάδ... και ο δρόμος αυτός, όταν έπεφτε το βράδυ, πλημμύριζε από τεράστια, πορτοκαλί καβούρια. Τόσα πολλά, που μπορεί και να έσκιζαν τα λάστιχα του λεωφορείου.

Στο Τρινιδάδ, λοιπόν, φτάσαμε απόγευμα προς βράδυ. Το ξενοδοχείο μας ήταν μια “μικρογραφία” της πόλης του Τρινιδάδ, που δεν είχαμε δει ακόμη. Τακτοποιηθήκαμε και, φυσικά, πήγαμε στο μπαρ για ανεφοδιασμό μοχίτο... Μας είπαν ότι θα μπορούσαμε να βγούμε στο Τρινιδάδ, αλλά θα ήταν δύσκολο να γυρίσουμε, λόγω των καβουριών που σας είπα πριν. Έτσι, πήραμε τα μοχίτο και πήγαμε παραλία... Ε, αυτό ναι, ήταν η Καραϊβική, όπως τη φανταζόμουν. Ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, φοίνικες, λευκή άμμος και μια θάλασσα πεντακάθαρη και ζεστή… Νομίζω ήταν το ωραιότερο βράδυ μας. Όταν ξυπνήσαμε πήγαμε στην πόλη. Πραγματικά, στολίδι. Πλακόστρωτοι δρόμοι, καθολικές εκκλησίες, καλλιτέχνες να ζωγραφίζουν ή να φτιάχνουν πράγματα από πηλό. Την ομορφιά και την ατμόσφαιρα του Τρινιδάδ, είναι δύσκολο να τη μεταφέρω πραγματικά. Μείναμε μόλις 3 μέρες. Θα ήθελα να είχαμε μείνει παραπάνω. Όμως, έπρεπε να γυρίσουμε στην Αβάνα, αφού σύντομα θα παίρναμε το αεροπλάνο του γυρισμού...

Άφησα τον Τσε Γκεβάρα για το τέλος. Να ξεκαθαρίσω το εξής: η μορφή του Τσε Γκεβάρα είναι παρούσα παντού. Παντού, όμως! Όταν προσγειώνεσαι με το αεροπλάνο, τον βλέπεις στο διάδρομο του αεροδρομίου. Σε όποιο στενό και να πας, βρίσκεται στους τοίχους. Σε όποιο μαγαζί κι αν πας, έχουν αφίσα του. Σε εξωτερικό χώρο να βρεθείς, υπάρχει σημαία με το πρόσωπό του. Όμως, πραγματικά ο λαός τον αγαπά. Είναι σύμβολό τους και πρότυπό τους. Δεν τον χρησιμοποιούν ως “αντικείμενο”, ώστε οι τουρίστες να αγοράζουν μπρελόκ και μπλούζες με τον Τσε. Είναι πράγματι ο ήρωάς τους, μαζί με τον Χοσέ Μαρτί. Και όχι αδίκως. Όσα μάθαμε για τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα ήταν πολύτιμα και μοναδικά. Ως άνθρωπος, μάλλον ήταν από αυτούς που η ανθρωπότητα ξεβράζει στη Γη μία στο τόσο. Η ιστορία του λίγο πολύ γνωστή. Αυτά όμως που έμαθα στην Κούβα και διάβασα αργότερα, με έκαναν να πιστεύω ότι τέτοιους ανθρώπους χρειάζεται να τους έχεις πρότυπο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πολιτική πεποίθηση.

Πήγαμε στο Μαυσωλείο του Τσε, στη Σάντα Κλάρα, γυρνώντας από το Τρινιδάδ στην Αβάνα. Η ατμόσφαιρα εκεί ήταν βαριά. Ίσως, γιατί αν βρεθείς στην Κούβα και μάθεις την ιστορία της, θα καταλάβεις ότι αν ο Τσε είχε ολοκληρώσει τον “προορισμό” του, αυτός ο κόσμος θα ήταν αλλιώς.


Η δική μου Κούβα είναι ένα μωσαϊκό τόσο παράξενων συναισθημάτων και εικόνων. Στην τελική, δεν είναι το μέρος που δημιουργεί την ανάμνηση, αλλά οι άνθρωποι. Οπότε, οι δικές μου εικόνες είναι σαν stories του Instagram που περιέχουν μια μισοτελειωμένη παρτίδα Tichu, ένα κοκτέιλ στο Χίλτον, βλέποντας την Αβάνα από ψηλά, ένα μπλε καβουράκι στην εξωτική παραλία του Τρινιδάδ, το τζετ λαγκ, μια γάζα που έψαχνα να αγοράσω, αλλά δεν ήξερα τη λέξη, έναν ψηλό ταχυδακτυλουργό που τον κεράσαμε μια μπύρα, το ποτό των σκλάβων με το όνομα La Canchanchara, τη Βάσια με εγκαύματα, την Ηλιάνα να “διαβάζει” Ελύτη στην άλλη άκρη του κόσμου, ένα μαύρο ρούμι 50ετίας σε ένα δροσερό κελάρι, τη Μενέλια να τραβάει βίντεο, ένα άγαλμα, σαν ακίνητος Ρωμαίος, ένα πούρο που κάπνισα μόλις το έφτιαξε ο εργάτης, ένα ματωμένο πουκάμισο στο Μουσείο της Επανάστασης, ψηλούς φοίνικες, ένα κάμπριο, μια τροπική βροχή, ένα λαχταριστό hot-dog, μια συζήτηση περί Τέχνης, ένα παζάρι με κάθε λογής αντικείμενα και αναμνηστικά, ένα άτυχο κλικ και πολλά άλλα που δεν μπορώ να πω, γιατί έχω ορκιστεί σε όλους τους θεούς να τα κρατήσω επτασφράγιστα μυστικά.

Για πολύ καιρό, έβλεπα στον ύπνο μου ότι καθόμουν με τον Τσε και τον Αλέκο Παναγούλη, παρέα με ένα Ντακίρι λεμόνι, διαβάζοντας Έρνεστ Χέμινγουεϊ, συζητώντας για επαναστάσεις που έμειναν στη μέση.

Γιατί μάλλον η Κούβα ήταν -κατά κάποιο τρόπο- η δική μου επανάσταση, “το παράθυρο” που περίμενα για να δω τη ζωή με άλλα μάτια.

Αν θα ξαναπήγαινα; Όχι. Δεν θα ξαναπήγαινα γιατί τέτοια ομορφιά, τέτοια εμπειρία και τέτοια ξεγνοιασιά δεν θα ξαναβρεθούν τώρα. Αυτό το ταξίδι έγινε όταν έπρεπε να γίνει, με αυτούς που έπρεπε να γίνει, στις συνθήκες που έπρεπε να γίνει. Κι αν ξαναπήγαινα, θα φοβόμουν ότι θα έχανα την πρώτη, ανεξίτηλη ανάμνηση και την πρωταρχική, ανεπανάληπτη εντύπωση που μου έκανε... Ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Εξάλλου πια, η Κούβα αλλάζει...Την προτιμώ, όπως τη θυμάμαι...